Γνωματεύσεις


 

Κριτικές παρατηρήσεις στο Σχέδιο Νόμου για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου (5.6.2017)

Θεολογική και Ηθική Θεώρηση της ¶νοιας (10.9.2012)

Βασικές Θέσεις επί της Ηθικής της Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (11.1.2006)    

Βασικές Θέσεις επί της Ηθικής της Ευθανασίας (6.11.2002)     

Σχόλια και Προτάσεις επί του Νομοσχεδίου για την
Ιατρική Υποβοήθηση στην Ανθρώπινη Αναπαραγωγή (6.11.2002)

Χαρτογράφηση του Ανθρώπινου Γονιδιώματος (9-10.7.2001)

Βασικές Θέσεις επί της Ηθικής των Μεταμοσχεύσεων (10.12.1999)       



ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ιωάννου Γενναδίου 14 (115 21)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ



 

Κριτικές παρατηρήσεις

στο Σχέδιο Νόμου για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου

 

(5.6.2017)

 

Γενικές παρατηρήσεις

Κατά το ισχύον σύστημα, το φύλο καθορίζεται με βάση τα εξωτερικά γεννητικά όργανα και στη συνέχεια, η κατάταξη σε ανδρικό ή γυναικείο φύλο αναγράφεται στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως του νεογνού. Το φύλο, ως σημαντικό στοιχείο εξατομικεύσεως του ανθρώπου, διέπεται από την αρχή της μη ελεύθερης επιλογής, της σταθερότητας και της μη μεταβλητότητας. Για παράδειγμα, η επιλογή φύλου στην εξωσωματική γονιμοποίηση δεν επιτρέπεται παρά μόνον για να αποφευχθεί κληρονομική ασθένεια που συνδέεται με το φύλο (ΑΚ 1455 § 2). Έτσι το φύλο ούτε επιλέγεται ελεύθερα, ούτε και μεταβάλλεται ελεύθερα. Κατ' εξαίρεση, το ελληνικό δίκαιο μνημονεύει τον όρο "αλλαγή φύλου" στο ν. 344/1976, άρθρ. 14 (Μεταβολαί στοιχείων ληξιαρχικών πράξεων) και στο άρθρ. 11 § 3 (ενημέρωση ασθενούς) ν. 3418/2005 που είναι ο Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας. Για την αλλαγή δεν χρειαζόταν ποτέ κάποια δικαστική άδεια, αλλά το δικαστήριο εκαλείτο να κρίνει αν δικαιολογείται για πολύ σοβαρούς λόγους η μεταβολή της ληξιαρχικής πράξης γεννήσεως. Ούτε επιβάλλεται οπωσδήποτε να προηγηθεί κάποια χειρουργική επέμβαση ή ιατρική θεραπεία. Επομένως δεν φαίνεται απαραίτητο ένα νέο νομοθέτημα.

 

Ειδικές παρατηρήσεις

Το άρθρο 1 του Σχεδίου Νόμου (στο εξής: ΣχΝ), αναγορεύει την αναγνώριση της ταυτότητας φύλου σε στοιχείο της προσωπικότητας του προσώπου και προβλέπει ότι το πρόσωπο έχει δικαίωμα στο σεβασμό της προσωπικότητάς του με βάση τα χαρακτηριστικά του φύλου του. Το άρθρο 2 περιέχει στην § 1 ορισμό της ταυτότητας φύλου και τονίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο το άτομο βιώνει το φύλο του μπορεί να είναι διαφορετικός από το βιολογικό (καταχωρισμένο) φύλο. Στην § 2 του ίδιου άρθρου περιγράφονται τα χαρακτηριστικά φύλου με βάση σωματικά χαρακτηριστικά. Δηλαδή το άτομο που έχει δικαίωμα στην αναγνώριση της ταυτότητας φύλου, όπως την αισθάνεται και είναι ανεξάρτητη από το βιολογικό φύλο, έχει δικαίωμα σεβασμού της προσωπικότητάς του με βάση χαρακτηριστικά φύλου που συνδέονται με πρωτογενή και δευτερογενή σωματικά χαρακτηριστικά. Αυτό προξενεί σύγχυση, διότι αναφέρεται και πάλι στο βιολογικό φύλο. Αφενός υπάρχει δικαίωμα αναγνώρισης μιας ταυτότητας, κατά βούληση και αφετέρου τα χαρακτηριστικά φύλου που δικαιολογούν τον σεβασμό είναι μόνον βιολογικά. Είναι φανερό ότι φύλο χωρίς αναφορά σε βιολογικά γνωρίσματα δεν υπάρχει.

Από το άρθρο 3 προκύπτει ότι στην ουσία δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για την αλλαγή ή διόρθωση του φύλου, εκτός από το να είναι το άτομο ενήλικο (ορθώς) και άγαμο. Πρέπει βεβαίως να συντρέχει ασυμφωνία ταυτότητας και καταχωρισμένου φύλου, ώστε αυτό να συμφωνεί στη βούληση, στην προσωπική αίσθηση του σώματος και στην εξωτερική εικόνα, που δεν αποκλείεται όμως να βρίσκονται σε διάσταση και μεταξύ τους. Δεν απαιτείται ούτε ψυχιατρική εξέταση ούτε πάροδος ορισμένου χρόνου ασυμφωνίας. Από το ένα άκρο, να απαιτείται οπωσδήποτε να έχει προηγηθεί ιατρική επέμβαση, φθάνουμε στο άλλο άκρο, να μην απαιτείται τίποτε. Ας σημειωθεί ότι και το ΕΔΔΑ δέχεται ως νόμιμη την προϋπόθεση ιατρικής διάγνωσης.

Ως προς το γάμο, ορθώς απαιτείται να μην υφίσταται, διότι και αν υφίστατο, θα εθεωρείτο ανυπόστατος μετά την μεταβολή, αφού θα επρόκειτο για γάμο μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου. Έγγαμος δεν μπορεί να ζητήσει διόρθωση φύλου. Δεν απαγορεύεται όμως να συνάψει γάμο ο άγαμος, εάν διορθώσει το φύλο του. Αυτό οδηγεί στην ουσία στη σύναψη γάμου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου, δηλ. στην καταστρατήγηση των προϋποθέσεων του γάμου. Εκτός των άλλων δημιουργεί δισεπίλυτα προβλήματα ως προς την απόκτηση τέκνων.

Στο άρθρο 4 ΣχΝ, προβλέπεται ότι η διόρθωση γίνεται με δικαστική απόφαση κατά την εκούσια δικαιοδοσία. Είναι θετικό ότι ακολουθείται η δικαστική οδός, αυτό όμως αναιρείται στην ουσία, επειδή ο δικαστής περιορίζεται στο να δέχεται τη δήλωση του ανθρώπου που επιθυμεί να μεταβάλει φύλο, χωρίς να ελέγχει αν είναι δικαιολογημένη η αλλαγή ή έστω σοβαρή η απόφαση του αιτούντος. Με τη δικαστική απόφαση η οποία έχει άμεση ισχύ, θα διορθωθεί η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως, χωρίς να μνημονεύεται η δικαστική απόφαση και θα συμμορφώνονται οι υπηρεσίες στις οποίες θα χρησιμοποιείται, χωρίς αντιρρήσεις. Αυτό είναι επικίνδυνο, διότι πλήττεται η ασφάλεια δικαίου και η βεβαιότητα ότι πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Είναι αυτονόητο ότι μια υπηρεσία πρέπει να ελέγχει μήπως έχει γίνει κάποιο λάθος ή πρόκειται για άλλο πρόσωπο.

Στο άρθρο 4 § 4, προβλέπεται η μεταβολή μόνον μια φορά. Δηλαδή το ίδιο δικαστήριο θα έλθει και θα αποφανθεί ότι το πρόσωπο αισθάνεται πάλι όπως το φύλο που εγκατέλειψε και στο οποίο θέλει να επανέλθει. Αυτό πλήττει την αξιοπιστία του προσώπου, αλλά και το κύρος του δικαστηρίου. Αφού όμως στη νέα ληξιαρχική πράξη δεν επιτρέπεται να καταγραφεί η μεταβολή, το δικαστήριο δεν θα μπορεί να ελέγχει ότι έχει γίνει ήδη μεταβολή και πιθανόν να πιστεύει ότι η αιτούμενη μεταβολή είναι η μεταβολή για πρώτη φορά.

Κατά το άρθρο 5, η διόρθωση του φύλου ισχύει έναντι όλων από την καταχώριση στο ληξιαρχείο. Εξακολουθούν να υφίστανται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που είχαν δημιουργηθεί πριν από την αλλαγή. Επίσης κατά το επόμενο άρθρο 6, καταβάλλεται κάθε προσπάθεια να τηρηθεί η μυστικότητα. Η μυστικότητα όμως αυτή δεν είναι δυνατή, διότι θα χρειασθεί να επιβεβαιώνεται κάθε φορά η ταυτοπροσωπία του προσώπου. Εκτός των άλλων θα δημιουργούνται κίνδυνοι αποφυγής εκπληρώσεως των υποχρεώσεων ή διαφυγής και τραυματίζεται πάλι η ασφάλεια των συναλλαγών.

Κατά το άρθρο 5 § 2, αν ο φορέας έχει τέκνα, δεν επηρεάζονται τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις από τη γονική μέριμνα και δεν επέρχεται μεταβολή στη ληξιαρχική πράξη γέννησης των τέκνων. Δηλαδή θα εξακολουθεί να γράφεται το ίδιο πρόσωπο ως πατέρας ή ως μητέρα. ¶ρα το πρόσωπο θα εγγράφεται αλλιώς στη δική του ληξιαρχική πράξη, δηλ. με το διορθωμένο φύλο, και αλλιώς στη ληξιαρχική πράξη του τέκνου, όπου θα διατηρείται το καταχωρισμένο φύλο. Αυτό θα δημιουργεί σύγχυση και φανερώνει ένα από τα πολλά αδιέξοδα στα οποία οδηγεί το ΣχΝ, διότι ούτε και το αντίθετο ενδείκνυται, δηλ. να μεταβληθεί και η ληξιαρχική πράξη του τέκνου. Ακόμη, η μη μεταβολή στη γονική μέριμνα, σημαίνει ότι το τέκνο θα εξακολουθεί να διαβιώνει ή να επικοινωνεί με πρόσωπο το οποίο μετέβαλε φύλο, αλλά εξακολουθεί απέναντι στο τέκνο να επιτελεί το πριν από τη μεταβολή γονεϊκό πρότυπο. Και τα δύο παραδείγματα δεν συνάδουν με το συμφέρον του τέκνου.

Κατά το άρθρο 7 § 1 ΣχΝ, η απόφαση διορθώσεως φύλου αρκεί να είναι οριστική και τροποποιείται ο νόμος των ληξιαρχικών πράξεων, κατά τον οποίο (ν. 344/1976, άρθρ. 13 § 1), απαιτείται τελεσίδικη δικαστική απόφαση για μια μεταβολή. Εάν το φύλο μεταβάλλεται με απλώς οριστική απόφαση, στην ουσία ακυρώνονται τα ένδικα μέσα εναντίον μιας τόσο σοβαρής αποφάσεως.

 

Συγκριτικό Δίκαιο

"Στην Αγγλία ο Νόμος του 2004 προβλέπει ότι ένας ειδικός γιατρός ή ένας ειδικός ψυχολόγος, όπως επίσης και ένας δεύτερος γιατρός, οφείλουν να βεβαιώσουν την ύπαρξη μιας "επίμονης δυσφορίας φύλου". Εν συνεχεία μια Επιτροπή Ειδικών, αποτελούμενη από γιατρούς και νομικούς αποφασίζει αν θα επιτρέψει την αλλαγή της προσωπικής καταστάσεως μετά από μελέτη του φακέλου.

Στην Ισπανία ο Νόμος του 2007 προβλέπει ότι ο γιατρός πρέπει να βεβαιώσει ότι ο αιτών/ η αιτούσα έχει  ψυχιατρική παρακολούθηση για δύο έτη και έχει υποβληθεί σε ορμονολογική θεραπεία.

Σχετικοί Νόμοι υπάρχουν στην Πορτογαλία, στο Καντόνι της Ζυρίχης  και στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από το 2011. Ο προηγούμενος Γερμανικός Νόμος του 1980 προϋπέθετε εγχείρηση για την διαδικασία αλλαγής φύλου. Η σχετική διάταξη κρίθηκε ως αντισυνταγματική, δηλαδή ως αντικείμενη στην αρχή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και στην αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης προσωπικότητας".

 

Συμπέρασμα

Το ΣχΝ αναγνωρίζει τη μεταβολή φύλου με βάση τη βούληση του προσώπου και ανεξάρτητα από το βιολογικό του φύλο , στην ουσία χωρίς προϋποθέσεις . Με βάση τις γενικές και ειδικές παρατηρήσεις που προηγήθηκαν, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

 


 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ιωάννου Γενναδίου 14 (115 21)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ



 

 

ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΟΙΑΣ

 

(10.9.2012)

 

 

Α. Ἰατρικὴ προσέγγιση τῆς ἄνοιας

Α1. Τὶ εἶναι ἡ ἄνοια

1)   Μὲ τὸν ὅρο ἄνοια ἐννοοῦμε τὴ φθίνουσα πορεία τῶν νοητικῶν δυνατοτήτων τοῦ ἀνθρώπου, μὲ συνέπεια τὴν ἐμφάνιση λειτουργικῆς ἀνεπάρκειας καὶ ἐνίοτε διαταραχῶν συμπεριφορᾶς.

Ἡ ἄνοια διακρίνεται ἀπὸ τὴ μικρόνοια, διότι εἶναι ἐπίκτητη νόσος καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ἀγγειακῆς, ψυχογενοῦς (ἀπὸ κατάθλιψη) ἢ καὶ νευροεκφυλιστικῆς αἰτιολογίας (Alzheimer, μετωποκροταφική, ἄνοια μὲ σωμάτια Lewy).

Α2. Κλινικὴ εἰκόνα καὶ διάγνωση

2) Βασικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ἄνοιας εἶναι ἡ διαταραχὴ τῆς μνήμης, τῆς κριτικῆς ἱκανότητας, τῆς προσοχῆς, τῆς ἀντίληψης, τοῦ συναισθήματος, τῶν ἐκτελεστικῶν λειτουργιῶν, συχνὰ δὲ καὶ τῆς ὁμιλίας καὶ τοῦ λόγου. Οἱ παραπάνω διαταραχὲς μπορεῖ νὰ ἐκδηλωθοῦν εἴτε ταυτόχρονα εἴτε καὶ ἀσυντόνιστα.

3) Ἡ ἔγκαιρη ἐξέταση καὶ διάγνωση εἶναι θεμελιώδους σημασίας γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς νόσου καὶ τὴν ἐν γένει πορεία τοῦ ἀσθενοῦς, δεδομένου ὅτι στὴν ἀρχικὴ φάση ὁ ἀσθενὴς καὶ ἡ οἰκογένειά του μποροῦν νὰ λάβουν ἐνημέρωση, καθοδήγηση καὶ ὑποστήριξη, ὁ δὲ ἀσθενὴς μπορεῖ νὰ συμμετάσχει στὶς ἀποφάσεις ποὺ θὰ πρέπει νὰ ληφθοῦν σὲ μεταγενέστερα στάδια τῆς ζωῆς του.

4) Ἐπειδὴ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαναγκασθεῖ σὲ διαγνωστικὲς ἐξετάσεις, εἶναι ἀναγκαία ἡ συστηματικὴ εὐαισθητοποίηση τοῦ κοινοῦ σχετικὰ μὲ τὴν ἄνοια καὶ ἡ κάλυψη τῶν σχετικῶν δαπανῶν ἐνδεχομένως ἀπὸ τοὺς ἀσφαλιστικοὺς φορεῖς.

Α3. Ἐπιδημιολογία

5) Ἡ ἄνοια, μὲ τὶς ποικίλες μορφές της, ἀποτελεῖ ἕνα συνεχῶς διογκού­μενο πρόβλημα ὑγείας τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν. Σύμφωνα μὲ στοιχεῖα τοῦ Συμβουλίου Ὑγείας τῆς Ὁλλανδίας προσβάλλει τὸ 1% τῶν ἀτόμων ἄνω τῶν 65 ἐτῶν καὶ τὸ 40% τῶν ἀτόμων ἄνω τῶν 90 ἐτῶν. Στὶς δυτικὲς κοινωνίες, λόγῳ γήρανσης τοῦ πληθυσμοῦ, ὀφειλόμενης σὲ ποικίλους παράγοντες, ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀτόμων μὲ ἄνοια αὐξάνεται ἐντυπωσιακά. Ἐκτιμᾶται ὅτι τὰ 24 ἑκατομμύρια ἀνοϊκῶν ἀσθενῶν τὸ 2000 θὰ ἔχουν αὐξηθεῖ σὲ περισσότερα των 80 ἑκατομμυρίων τὸ 2040 [1].

6) Τὸ κόστος φροντίδας τῶν ἀσθενῶν μὲ ἄνοια εἶναι πολὺ ὑψηλὸ καὶ προοδευτικὰ αὐξάνεται. Ἡ αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τους, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν οἰκονομικὴ κρίση καὶ τὴ δημογραφικὴ συρρίκνωση ἐπιδεινώνει ἔτι περαιτέρω τὸ πρόβλημα, ἐφόσον ὁ ἐνεργὸς ἐργασιακὰ πληθυσμὸς μειώνεται.

Αὐτὸ εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει ἐπίπτωση στὶς παρεχόμενες στοὺς ἀσθε­νεῖς ἰατρικῆς φύσεως ὑπηρεσίες, στὴ νοσηλευτικὴ φροντίδα κατ’ οἶκον ἢ σὲ ἱδρύματα, στὴν ψυχολογικὴ στήριξη τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν οἰκογενειῶν τους κ.λπ., ἡ δὲ ἀξιολόγηση τῶν ἀναγκῶν νὰ μὴ γίνεται μὲ ἀντικειμενικὰ κριτήρια ἀλλὰ μὲ οἰκονομι(στι)κά. Ἔτσι, ἡ ἐνδονοσοκομειακὴ νοσηλευτικὴ ἀγωγὴ θὰ μποροῦσε νὰ ὑποχωρήσει μπροστὰ στὴν ἐπιλογὴ τῆς κατ’ οἶκον νοσηλείας, στὴ βάση καὶ μόνον τῆς διαπίστωσης ὅτι ὑπάρχει οἰκογένεια, ἀνεξαρτήτως τῶν πραγματικῶν δυνατοτήτων της νὰ ἀναλάβει τὴ φροντίδα ἑνὸς ἀσθενοῦς μὲ ἄνοια.

Α4. Στάδια ἐξέλιξης

7) Ἡ ἐξέλιξη τῆς ἄνοιας ἄλλοτε εἶναι ταχεία καὶ ἔλλοτε ἀκολουθεῖ ἀργὴ φθίνουσα πορεία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι στὶς διάφορες φάσεις ἐξέλιξης τῆς ἀσθένειας, ὁ ἀσθενὴς ἐκφράζεται διαφορετικά, τὰ ἀναφυόμενα προβλήματα ἀπὸ τὴ συμπεριφορά του ποικίλλουν, καὶ συνεπῶς ἡ ἀπαιτούμενη ἠθικὴ στάση τῶν μελῶν τοῦ περιβάλλοντός του καὶ αὐτὴ διαφέρει κατὰ πρόσωπο, περίπτωση καὶ στάδιο.

8) Ἡ νόσος τοῦ Alzheimer ἐξελίσσεται γενικῶς κατὰ τὰ ἑξῆς στάδια:

i. Ὁ ἀσθενὴς διαπιστώνεται ὅτι ξεχνάει λίγο (ὀνόματα, θέση ἀντικειμένων, τὸ πρόγραμμα), ἀλλά παραμένει λειτουργικὸς καὶ καταλαβαίνει. Ἀντιλαμβάνεται τὶς ἀλλαγὲς ποὺ τοῦ ἐπισυμβαίνουν, στενοχωρεῖται, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ τὶς ἀμφισβητήσει καὶ νὰ τὶς ἀποκρύψει.

ii. Τὸ ὅτι διαπιστώνει πὼς ξεχνάει τὸν κάνει ἀνάλογα μὲ τὴ συμπτωματολογία καὶ τὴν ἰδιοσυγκρασία του νὰ ἀνησυχεῖ ἢ καὶ νὰ καταθλίβεται. Τώρα τὸ ἀντιλαμβάνονται καὶ οἱ ἄλλοι. Παρουσιάζει δυσκολία προσαρμογῆς σὲ ἀλλαγές.

iii. Ἀρχίζει νὰ μὴν θυμᾶται τί εἶπε προηγουμένως. Συνέχεια ρωτάει. Ἡ ἀπώλεια τῆς μνήμης εἶναι ἐμφανής. Ἐκπίπτει λειτουργικά, ἀδυνατεῖ νὰ ἐπιτελέσει τὰ καθημερινά του καθήκοντα. Καθίσταται εὐσυγκίνητος. Παρουσιάζει συναισθηματική ἀκράτεια.

iv. Ἐκπίπτει πολὺ ἡ πρόσφατη μνήμη. Διατηρεῖ μὲν τὸν λόγο, ἀλλὰ δίνει γενικὲς ἀπαντήσεις. Ἐμφανίζει προϊοῦσα κατάργηση τῆς ἱκανότητας ὁμιλίας (διαταραχὴ λόγου) καὶ διαταραχὴ τῆς κριτικῆς ἱκανότητος, τῆς συγκέντρωσης καὶ τῆς μάθησης. Δυσκολεύεται στὰ ταξείδια καὶ στὶς ἀλλαγές, ἀποσύρεται ἀπὸ ἀπαιτητικὲς δραστηριότητες, παρουσιάζει ἐπιπέδωση τοῦ συναισθήματος.

v. Ἤδη βρίσκεται σὲ κατάσταση πλήρους ἐκπτώσεως. Ἐμφανίζει σαφῆ διαταραχὴ τοῦ προσανατολισμοῦ (χάνει τὸν δρόμο), δυσκολεύεται νὰ ἀνακαλέσει στὴ μνήμη βασικὲς πληροφορίες (ἡμερομηνία, μέρα τῆς ἑβδομάδος, ἐποχή, διεύθυνση κατοικίας, ἀριθμὸ τηλεφώνου του, ὀνόματα στενῶν συγγενῶν κ.λπ.). Δὲν χρειάζεται βοήθεια στὸ φαγητὸ ἤ στὶς βασικές του ἀνάγκες, δυνατὸν ὅμως νὰ δυσκολεύεται στὴν ἐπιλογὴ τῶν κατάλληλων ρούχων. Καθίσταται ἐπιθετικός. Δὲν τὸ ἀντιλαμβάνεται. Παρουσιάζει μεταβολὴ τῆς προσωπικότητός του (π.χ. παιδαριώδη συμπεριφορὰ καὶ ἀποδυνάμωση τῶν ἠθικῶν ἀναστολῶν). Ἐκτίθεται.

vi. Ἐμφανίζει παραληρητικὴ συμπεριφορὰ ἢ ἀσυνήθεις ἐμμονὲς καὶ καταναγκαστικότητα, σταδιακὴ ἔκπτωση καὶ τῆς παλαιᾶς μνήμης, νοητικὴ ἀβουλία.

vii. Ἡ συμπεριφορά του παραπέμπει σὲ ἐμβρυϊκή κατάσταση καὶ καταλήγει σὲ ἐπιληπτική. Ὅλα τὰ ἀντιλαμβάνεται ἀνθρωπομορφικὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο ζωομορφικά. Χάνονται ὅλες οἱ λεκτικὲς ἱκανότητες, συχνὰ δὲν ὑπάρχει καθόλου λόγος παρὰ μόνον ἄναρθρες κραυγές, ἀπόλυτη ἐξάρτηση στὴ σίτιση καὶ στὴν τουαλέτα, ἀπώλεια βασικῶν ψυχοκινητικῶν ἱκανοτήτων (π.χ. ἱκανότητα βάδισης).

9) Ὑπάρχουν περιπτώσεις ὅπου, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ προβλήματα ποὺ δημιουργοῦνται στὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀσθενῶν μὲ ἄνοια καὶ στὴ σχέση τους μὲ τὸ περιβάλλον, ἀναδύονται καὶ σπάνια χαρίσματα (π.χ. τὸ Boléro τοῦ Ravel, τὸ ὁποῖο συνέθεσε σὲ κατάσταση μετωπιαίας ἄνοιας). Ἐπίσης, καθ’' ὅλες τὶς ἐνδείξεις, ἀκόμη καὶ στὰ προχωρημένα στάδια, οἱ ἀσθενεῖς μὲ ἄνοια ἀντιλαμβάνονται διαθέσεις καὶ αἰσθήματα, ἰδιαίτερα τὴν ἀγάπη, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ περιβάλλον τους.

Α5. Ἀντιμετώπιση - Προφύλαξη

10) Δὲν ὑπάρχει τρόπος θεραπευτικῆς ἀντιμετώπισης τῆς ἄνοιας, ἀλλὰ ἁπλῆς φαρμακευτικῆς ἐπιβράδυνσης τῆς ἐξέλιξής της ἢ μερικῆς ἀνακούφισης ἀπὸ τὰ συμπτώματά της. Κλινικὲς ὅμως μελέτες παρασκευῆς ἐμβολίων, ποὺ ἀναμένεται ὅτι σύντομα θὰ κυκλοφορήσουν, ὑπόσχονται ἀποτελεσματικότερη ἀντιμετώπισή της.

11) Ἐφόσον δὲν ὑπάρχει ἀκόμη μέθοδος καὶ σκεύασμα ἀναστολῆς τῆς ἐξέλιξης τῆς ἀσθενείας, ἰδιαίτερη σημασία πρέπει νὰ ἀποδίδεται στὴν ψυχοκοινωνικὴ βοήθεια, ἡ ὁποία εἶναι καὶ ἀναγκαία καὶ σημαντική. Στὰ κέντρα ἡμέρας τῶν ἑταιρειῶν τῆς νόσου Alzheimer λαμβάνουν χώρα προγράμματα ποὺ ἔχουν ὡς στόχο τὴν ἐξάσκηση τοῦ νοῦ μέσα ἀπὸ δομημένες ἀσκήσεις ποὺ βιώνονται εὐχάριστα ἀπὸ τοὺς συμμετέχοντες.          

Τέτοιου εἴδους ἀσκήσεις μποροῦν νὰ διατηρήσουν τὸν ἀσθενῆ σταθερό, ἀλλά καὶ νὰ βελτιώσουν τὶς νοητικὲς καὶ λειτουργικές του ἱκανότητες. Ἡ ἐνασχόληση μὲ εὐχάριστες ἀναμνήσεις, τὸ πρόγραμμα προσανατολισμοῦ στὴν ἐπικαιρότητα, οἱ ἀσκήσεις μνήμης, προσοχῆς καὶ λόγου, ἡ γυμναστική, ὁ χορός, ἡ χορωδία, ἡ ἐνασχόληση μὲ τὸ βιβλίο, οἱ ἀσκήσεις στὸν ὑπολογιστὴ καὶ μαθήματα πληροφορικῆς ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι βοηθοῦν πολύ.

12) Παράγοντες ποὺ ἐπηρεάζουν τὴν ἐμφάνιση τῆς νόσου εἶναι ἡ ἡλικία καὶ τὰ γονίδια. Αὐτὰ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ μεταβάλει. Ἡ ἀντιμετώπιση ὅμως ἀγγειακῶν παραγόντων, μὲ τὸν ἔλεγχο τοῦ καπνίσματος, τοῦ σακχαρώδη διαβήτη, τῆς ἀρτηριακῆς πιέσεως, τῆς χοληστερίνης, τῆς αὐξημένης ὁμοκυστεΐνης, τῆς παχυσαρκίας, ἢ μὲ τὴ ρύθμιση τῆς διατροφῆς, μὲ τὴ μεσογειακὴ δίαιτα, μὲ τὴν κατανάλωση ψαριῶν, ἐλαιολάδου, ὀσπρίων, φρούτων καὶ λαχανικῶν μπορεῖ νὰ παίξει προστατευτικὸ ρόλο. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ἀποφυγὴ τοῦ ἄγχους καὶ τῆς κατάθλιψης, ὅπως καὶ ἡ σωματικὴ καὶ νοητικὴ ἄσκηση.

  

Β. Νομικὴ θεώρηση τῆς ἄνοιας

Β1. Γενικὲς ἔννοιες – Βασικὲς ἀρχὲς

13) Ἡ «διαχείριση» τῆς ἄνοιας καὶ στὰ τρία ἐπίπεδα (διάγνωση, ἀγωγή καὶ ἔρευνα) συνδέεται, πέραν τῶν «πρακτικῶν» ζητημάτων, μὲ πολλὰ νομικὰ θέμα­τα, ὅπως ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ἄσκησης ἢ μὴ τοῦ ἐκλογικοῦ δικαιώματος, ἡ ἰσχὺς ἢ ἀκύρωση τῆς ἄδειας ὁδήγησης, ἡ διαχείριση τῶν οἰκονομικῶν κλπ. Οἱ δυσκολίες ὀφείλονται στὴ φύση τῆς ἀσθένειας, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἀπὸ σταδιακὴ (πολλὲς φορὲς σὲ μεγάλο χρονικὸ διάστημα) ἔκπτωση τῶν γνωστικῶν λειτουργιῶν, ἀπὸ μὴ ἀναστρέψιμη ἐξέλιξη τῆς ἀσθένειας, ἀπὸ σὺν τῷ χρόνῳ ἐμφανιζόμενες ἀλλοιώσεις τῆς προσωπικότητος, ἐνῶ παράλληλα ὁ ἀσθενὴς διατηρεῖ τὴ συνείδησή του, ἐξακολουθεῖ νὰ βιώνει ἐμπειρίες καὶ νὰ αἰσθάνεται συγκινήσεις.

14) Ὅπως καὶ σὲ ὅλες τὶς ἰατρικὲς πράξεις ἔτσι καὶ στὴν ἄνοια, ἡ νομικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ ἀσθενοῦς πρέπει νὰ στηρίζεται στὶς τέσσερεις βασικὲς ἀρχές, δηλαδὴ στὸν σεβασμὸ τῆς αὐτονομίας του, στὴν ὠφέλειά του, στὴ μὴ πρόκληση βλάβης καὶ στὴ δικαιοσύνη. [2]

Β2.  Ἐνημέρωση γιὰ τὴ διάγνωση

15) Στὴ Σύμβαση περὶ Βοϊατρικῆς (Ν. 2619/1998) ὁρίζεται ὅτι τὸ ἄτομο ἔχει δικαίωμα νὰ γνωρίζει κάθε πληροφορία σχετικὰ μὲ τὴν ὑγεία του, ἡ ἐπιθυμία ὅμως τοῦ ἀτόμου νὰ μὴν ἐνημερωθεῖ σχετικὰ θὰ πρέπει νὰ γίνεται σεβαστὴ  (ἄρθρο 10, παρ. 2). Ὁ νόμος προβλέπει ἐξαιρέσεις ἀπὸ τὶς ἀρχὲς αὐτές, ἐάν τὸ ἐπιβάλλει τὸ συμφέρον τοῦ ἀσθενοῦς (ἄρθρο 10, παρ. 3). Ἡ περίπτωση τῆς ἄνοιας θεωροῦμε ὅτι ἀνήκει στὴν κατηγορία αὐτήν, διότι ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀσθενοῦς νὰ μὴ γνωρίζει τὴν κατάστασή του τὸν ἐμποδίζει ἀπὸ ἀναγκαῖες γιὰ τὸ καλό του ἐνέργειες, ὅπως ἡ ἐνημέρωση, ἡ συνεργασία, ἡ ρύθμιση τῶν ὑποθέσεών του, ἡ λήψη κρίσιμων ἀποφάσεων.

16) Στὸν Ἑλληνικὸ Κώδικα Ἄσκησης Ἰατρικοῦ Ἐπαγγέλματος καὶ Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005), ὁρίζεται ὅτι, σὲ περίπτωση ἀσθενῶν ποὺ δὲν ἐπιθυμοῦν νὰ ἐνημερωθοῦν γενικῶς, ὁ ἀσθενὴς ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ζητήσει ἀπὸ τὸν ἰατρό του νὰ ἐνημερώσει ἄλλο ἢ ἄλλα πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος θὰ ὑποδείξει, γιὰ τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας του, γιὰ τὸ περιεχόμενο καὶ τὰ ἀποτελέσματα τῆς προτεινόμενης ἰατρικῆς πράξεως, γιὰ τὶς συνέπειες, τὶς τυχὸν παρενέργειες ἢ τοὺς κινδύνους ἀπὸ τὴν ἐκτέλεσή της, καθὼς καὶ γιὰ τὸν βαθμὸ πιθανολόγησής τους (ἄρθρο 11).

Β3.  Ἴση πρόσβαση στὶς ὑπηρεσίες ὑγείας

17) Ἡ ἔλλειψη ξενώνων φροντίδας ἀσθενῶν μὲ ἄνοια πιθανὸν νὰ δώσει ἔξαρση στὸ φαινόμενο ἄρνησης συνέχισης τῆς θεραπείας ἢ παραίτησης ἀπὸ τὴ ζωή, ἐφόσον ἡ ποιότητά της εἶναι ἐξαιρετικὰ ζωφερή.

18) Σύμφωνα μὲ τὴ Σύμβαση περὶ Βιοϊατρικῆς τὰ κράτη θὰ πρέπει νὰ ἐξασφαλίζουν στὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων τους ἴση πρόσβαση στὶς ὑπηρεσίες ὑγείας (ἄρθρο 3), δεδομένου ὅτι λόγω τοῦ ὑψηλοῦ κόστους περίθαλψης, εἶναι δυνατὸν νὰ αὐξηθοῦν οἱ ἤδη ὑπάρχουσες ἀνισότητες. Ἡ ἐθνικὴ νομοθεσία ὀφείλει νὰ προβλέπει ποιὲς ὑπηρεσίες δικαιοῦνται ἄτομα μὲ ἄνοια καὶ ὑπὸ ποιοὺς ὅρους.

19) Πρέπει, ἐνδεχομένως μὲ δημόσιο διάλογο, νὰ προσδιορισθοῦν οἱ ὑποχρεώσεις τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειας τοῦ ἀσθενοῦς καὶ αὐτὲς τῆς εὐρύτερης κοινωνίας πρὸς τὰ ἀσθενῆ μέλη της (σχετικὴ πρόταση Ὁλλανδικοῦ Συμβουλίου Ὑγείας).

Β3.  Ἐπιβολὴ περιορισμοῦ ἀσθενῶν

20) Σὲ περίπτωση ποὺ ὁ ἀσθενὴς νοσηλεύεται σὲ ἵδρυμα παρὰ τὴ θέλησή του ἢ ἔστω χωρὶς τὴ συναίνεσή του, μπορεῖ νὰ προκύψουν εἰδικὰ προβλήματα ἀπὸ τὴν ἀνάγκη ἐπιβολῆς περιοριστικῶν μέτρων τῆς ἐλευθερίας, ὅπως κλείδωμα θυρῶν, φυσικὸς περιορισμός, χορήγηση ἠρεμιστικῶν φαρμάκων. Ἡ ἔμφαση στὰ περιοριστικὰ αὐτὰ μέτρα συχνὰ προσδιορίζεται ἀπὸ τὶς διαθέσιμες ὑπηρεσίες, ὁπότε θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελοῦν τὴν εὔκολη λύση σὲ νοσηλευτικὰ κέντρα ποὺ εἶναι ὑποστελεχωμένα ἢ καὶ ἀνεπαρκῶς ἐξοπλισμένα. Γιὰ τὴ λεγόμενη «ἀκούσια νοσηλεία» σὲ μονάδα ψυχικῆς ὑγείας, προβλέψεις περιλαμβάνονται στὸν Ν. 2071/1992, ὅπως καὶ στὸ ἄρθρο 1687 ΑΚ, τὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ δικαστικὴ ἄδεια.

21) Ὁ περιορισμὸς τῶν ἀσθενῶν, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶναι σε θέση νὰ δώσουν τὴ συναίνεσή τους, θὰ πρέπει νὰ γίνεται μὲ ὁρισμένους ὅρους ὡς πρὸς τὴ διαδικασία καὶ μὲ τήρηση τῶν ἀρχῶν τῆς ἀναγκαιότητας, τῆς ἐπικουρικότητας καὶ τῆς ἀναλογικότητας, ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση ποὺ δὲν ἀντιτίθενται στὴν εἰσαγωγή τους σὲ ἵδρυμα (Νομολογία Εὐρωπαϊκοῦ Δικαστηρίου τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου, ἀποφάσεις H.M. v. Switzerland, 26 Februar 2002// H.L. v. United Kingdom, 5 October 2004).

Β4.  Συνθῆκες τελικοῦ σταδίου

22) Κατὰ τὰ τελευταῖα στάδια τῆς ἀσθένειας, ὁ ἀσθενὴς θὰ πρέπει νὰ λαμβάνει τὴν ἀπαιτούμενη ἀνακουφιστικὴ ἀγωγή. Στὴ φάση αὐτή, δυσκολίες ἀνακύπτουν ἀπὸ τὴ λεπτὴ ἰσορροπία ἀνάμεσα στὴν οὕτως ἢ ἄλλως περιορισμένη δυνατότητα αὐτοκαθορισμοῦ τοῦ ἀσθενοῦς καὶ στὶς ὑποχρεώσεις καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ θεράποντος ἰατροῦ. Τὰ δύο σημαντικότερα θέματα στὸ τελικὸστάδιο τῆς ἄνοιας ἀναφέρονται στὴν ἰσχὺ τῶν «διαθηκῶν ζωῆς» (living wills) καὶ τῶν κατευθυντηρίων ὁδηγιῶν (advance directives), ὅπως ἐπίσης καὶ τοῦ διορισμοῦ ἐκπροσώπου γιὰ θέματα ὑγείας (health proxy).

23) Τὸ ἄρθρο 9 τῆς Σύμβασης περὶ Βιοϊατρικῆς ἀναφέρεται στὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία ὁ ἀσθενὴς δὲν εἶναι πλέον σὲ θέση νὰ ἐκφράσει τὴ συναίνεσή του (εἴτε διότι ἔχει περιπέσει σὲ κῶμα εἴτε διότι πάσχει ἀπὸ γε­ροντικὴ ἄνοια), εἶχε ὅμως τὴν πρόνοια νὰ ἐκφράσει τὴ βούλησή του σχετικὰ μὲ τὸ ἐνδεχόμενο αὐτὸ καὶ εἶχε δημοσιοποιήσει τὴν ἐπιθυμία του ὡς πρὸς τὴν ἔναρξη, συνέχιση ἢ τὴ διακοπὴ τῆς θεραπείας του ἢ ὡς πρὸς τὸ ἐνδεχόμενο τῆς δωρεᾶς τῶν ὀργάνων του (σὲ περίπτωση ἐγκεφαλικοῦ θανάτου). Σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρο αὐτό, οἱ ἐπιθυμίες τοῦ ἀσθενοῦς θὰ πρέπει νὰ λαμβάνονται ὑπ’ ὄψιν, δὲν ἐπιβάλλεται ὅμως στὸν ἰατρὸ ἡ ὑποχρέωση νὰ τὶς ἀκολουθήσει ὑποχρεωτικῶς. Τοῦτο δικαιολογεῖται ἀπὸ τὸ ὅτι οὔτε ὅταν δημοσιοποιοῦσε τὴν ἐπιθυμία του ὁ ἀσθενὴς βίωνε τὴν κατάσταση αὐτὴ οὔτε ὅταν τὴν βιώνει εἶναι πλέον σὲ θέση νὰ ἀνακαλέσει τὴ βούλησή του. Τὴν ἴδια διατύπωση περιλαμβάνει καὶ ὁ Κώδικας Ἰατρικῆς Δεοντολογίας (Ν. 3418/2005, ἄρθρο 29 παρ. 2).

24) Αὐτὴ ἡ προσεκτικὴ διατύπωση ὀφείλεται στὸν γενικὸ προβληματισμὸ σχετικὰ μὲ τὴ δυνατότητα τοῦ ἀτόμου νὰ ἀποφασίζει ἐκ τῶν προτέρων γιὰ θέματα γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχει σαφῆ καὶ ἀσφαλῆ ἀντίληψη γιὰ τοὺς ἑξῆς κυρίως λόγους:

(α) Ἡ γνώση τῶν δεδομένων τῆς ἄνοιας στὸ μέσο ἄτομο εἶναι περιορισμένη ἢ καὶ ἐσφαλμένη, οἱ δὲ λεπτομέρειές της ἀπρό­βλεπτες.

(β) Μιὰ σοβαρὴ ἀσθένεια ἐνδέχεται νὰ ἀλλάξει τὸν τρόπο ἀντιδράσεως καὶ σκέψεως ἑνὸς ἀτόμου. Δὲν εἶναι καθόλου βέβαιο ὅτι ἐνώπιον τῆς ὀδυνηρᾶς πραγματικότητος τὸ ἄτομο ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει τὴν ἴδια ἐπιθυμία τὴν ὁποία ἐξέφρασε, ὅταν τὸ ἐνδεχόμενο αὐτὸ ἦταν ἀπομεμακρυσμένο. Ἐπίσης, εἶναι ἄλλο πρᾶγμα νὰ φαντάζεσαι μιὰ κατάσταση καὶ ἄλλο νὰ τὴν βιώνεις. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτήν, ἡ ἰσχὺς τῆς δηλώσεως μπορεῖ νὰ τεθεῖ ὑπὸ ἀμφισβήτηση.

(γ) Ἀλλὰ καὶ ἡ πρόοδος τῆς ἐπιστήμης εἶναι δυνατὸν νὰ προσφέρει προοπτικὲς ποὺ ἦταν ἄγνωστες στὸν ἀσθενῆ κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς δημοσιοποίησης τῆς ἐπιθυμίας του. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, στὴν Αἰτιολογικὴ ἔκθεση τῆς Συμβάσεως, συνιστᾶται νὰ ἐκτιμᾶ ὁ ἰατρὸς ἐὰν οἱ ἐπιθυμίες τοῦ ἀσθενοῦς ἰσχύουν στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, ἐν ὄψει τῆς τεχνολογικῆς προόδου τῆς ἰατρικῆς, ὅπου αὐτὸ εἶναι ἐφικτό ( στοιχ. 59 – 61).

(δ) Ἐπίσης, σὲ ἔκθεση τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς Ἰατρικῆς Δεοντολογίας τῆς Βουλῆς τῶν Λόρδων (Select Committee on Medical Ethics, 1994), ἐκφράζεται ἡ ἔνσταση ὅτι, ἐὰν οἱ ἐκ τῶν προτέρων δηλώσεις βούλησης τῶν ἀσθενῶν εἶναι δεσμευτικές, τότε μειώνουν σοβαρὰ τὴν ἐπιστημονικὴ καὶ ἐπαγγελματικὴ κρίση τοῦ ἰατροῦ, ὁ ὁποῖος ἀπὸ ὑπεύθυνος θεραπευτὴς μετατρέπεται σὲ ἐκτελεστὴ τῶν ἀποφάσεων τοῦ ἀσθενοῦς.

25) Ἡ ὑλοποίηση τῶν παραπάνω διατάξεων ἐπαφίεται στὴν ἐθνικὴ νομοθεσία, ἡ ὁποία καὶ θὰ πρέπει νὰ ὁρίσει ἐὰν θὰ τηρεῖται κάποιος τύπος μὲ τὸν ὁποῖο θὰ ἐκφράζεται καὶ θὰ δημοσιοποιεῖται ἡ βούληση τοῦ ἀσθενοῦς, ὅπως ἐπίσης καὶ τοὺς ὅρους ὑπὸ τοὺς ὁποίους ἡ βούληση αὐτὴ ἐγκύρως ἀνακαλεῖται.

26) Κατὰ τὴν τελικὴ ἐκτίμηση τοῦ ἰατροῦ, σχετικὰ μὲ τὴ συνέχιση ἢ τὴ διακοπὴ τῆς θεραπείας, θὰ πρέπει νὰ λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν τὸ ἄρθρο 2 τῆς Συμ­βά­σεως τὸ ὁποῖο ὁρίζει ὅτι τὸ συμφέρον καὶ ἡ εὐημερία τοῦ ἀτόμου ὑπερισχύουν ἔναντι τοῦ συμφέροντος τῆς κοινωνίας ἢ τῆς ἐπιστήμης.

27) Ἡ θεσμοθέτηση τῶν προηγουμένων διαθηκῶν προκαλεῖ διεθνῶς πολλὲς ἀντιδράσεις, διότι εἶναι δύσκολο νὰ ἐλεγχθεῖ ἐὰν ἀποτελοῦν προϊὸν ἄμεσης ἢ ἔμμεσης πιέσεως ἀπὸ πλευρᾶς συγγενῶν. Τὰ εὐάλωτα ἄτομα εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ πιεσθοῦν ποικιλοτρόπως γιὰ νὰ ὑπογράψουν αὐτές τὶς δηλώσεις, καὶ ἡ προοπτική καταχρήσεως εἶναι ὁρατή: τὰ ηὐξημένα ἔξοδα νοσηλείας ἑνὸς ἀσθενοῦς ἢ ἡ προσμονὴ κληρονομιῶν εἶναι δυνατὸν νὰ ὠθήσουν τοὺς συγγενεῖς νὰ ἐπηρεάσουν τὸν ἀσθενῆ πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἄρνησης θεραπείας. Θὰ ἦταν ὑπερβολικὴ ἐπιβάρυνση γιὰ τὸν ἤδη ὑπεραπασχολημένο ἰατρὸ νὰ πρέπει νὰ κρίνει κατὰ περίπτωση, ἐὰν κάθε διαθήκη εἶναι προϊὸν ἐλεύθερης βούλησης ἢ ἐξαναγκασμοῦ.

Β5.  Ὁρισμὸς ἐκπροσώπου

28) Γιὰ τοὺς λόγους αὐτούς, ἡ καλύτερη ἴσως λύση εἶναι ὁ διορισμὸς ἀπὸ τὸν ἀσθενῆ σὲ προγενέστερο στάδιο ἀτόμου μὲ ἐξουσιοδότηση νὰ ἀποφασίζει γιὰ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ὑγεία του θέματα ἐξ ὀνόματός του καὶ πρὸς τὸ συμφέρον του (best interest). Ἡ ἐξουσιοδότηση ἐπικυρώνεται μὲ δικαστικὴ ἀπόφαση. Μὲ τὴ διαδικασία αὐτήν, ὁ ἰατρὸς θὰ πρέπει νὰ συζητήσει τὴν πορεία καὶ τὰ μέσα ἀγωγῆς μὲ ἕνα νόμιμα ἐξουσιοδοτημένο ἄτομο σὲ κάθε δεδομένη στιγμὴ καὶ νὰ σταθμίσει μαζί του τὰ ὑπὲρ καὶ τὰ κατὰ γιὰ κάθε ἀσθενῆ.

29) Ἡ σύσταση τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης τοῦ 2009 “Οn continuing powers of attorney and advance directives for incapacity” ἀναφέρεται κυρίως σὲ αὐτὴν τὴν δυνατότητα καὶ παροτρύνει τὰ κράτη μέλη νὰ δημιουργήσουν νομοθετικὸ καθεστὼς ἀσφαλείας μὲ τὸ ὁποῖο θὰ ὁρίζονται οἱ προϋποθέσεις ὑπὸ τὶς ὁποῖες θὰ δίδεται αὐτὴ ἡ γραπτή, ὑπογεγραμμένη ἀπὸ τὸν ἀσθενῆ, ἐξουσιοδότηση γιὰ τὸν καθορισμὸ τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἐκπροσώπου (π.χ. ἐὰν θὰ χρειάζεται συμβολαιογραφικὸ ἔγγραφο, ἐὰν θὰ ὑπογράφεται παρουσίᾳ μαρτύρων, ἐὰν θὰ κατατίθεται σὲ συγκεκριμένο ἀρχεῖο κ.λπ.)

30) Ὁ ἐκπρόσωπος ὀφείλει νὰ λαμβάνει τὶς ἀποφάσεις τὶς ὁποῖες θὰ ἔπαιρνε καὶ ὁ ἀσθενὴς ἐὰν ἦταν σὲ θέση νὰ ἀποφασίσει, ἐφόσον αὐτὸ εἶναι δυνα­τὸν νὰ ὑποτεθεῖ λογικὰ (στοιχ. 148 τῆς Αἰτιολογικῆς Ἔκθεσης). Ὁ ἐκπρόσωπος δηλαδὴ ὀφείλει νὰ σκεφθεῖ ὅλες τὶς ἀπόψεις τοῦ ἀσθενοῦς στὸ θέμα αὐτό, ὅταν ἦταν ὑγιής. Ἐὰν δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καταλήξει σὲ μία ὑπόθεση μὲ βάση τὶς ἐμπειρίες του, τότε θὰ πρέπει νὰ λάβει ἀπόφαση μὲ βάση τὸ συμφέρον τοῦ ἀσθενοῦς (best interest).

31) Ὁ ἐκπρόσωπος ἐπίσης θὰ μποροῦσε ὡς ἀποδέκτης τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ ἀσθενοῦς καὶ ὡς ἐκφραστὴς τῆς δικῆς του ἀγάπης πρὸς τὸν ἀσθενῆ, νὰ ἀποφασίσει μὲ γνώμονα ὄχι τὴν ὑποτιθέμενη βούληση τοῦ ἀσθενοῦς ἀλλὰ τὸ συμφέρον του.

Β6.  Ἡ ἔννοια τοῦ συμφέροντος τοῦ ἀσθενοῦς

32) Ἡ ἔννοια τοῦ συμφέροντος ἀναφέρεται σὲ σχέση μὲ τὰ πλεονε­κτή­ματα ἢ τὶς ἐπιβαρύνσεις ποὺ συνδέονται μὲ τὴ συγκεκριμένη θεραπεία καὶ δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ ἀπόψεις σχετικὰ μὲ τὴν ἀξία τῆς ζωῆς τοῦ ἀσθενοῦς. Τὸ θέμα αὐτὸ ἀπαιτεῖ μία ἰδιαιτέρως δύσκολη στάθμιση, οὕτως ὥστε ἀπὸ τὴ μία πλευρὰ νὰ ἀποφεύγονται μάταιες καὶ κουραστικὲς ἀγωγὲς καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ μὴν καταλήγει ἡ στάση αὐτὴ σὲ ἐκ προθέσεως δολοφονία διὰ παραλείψεως ἀσθενῶν χωρὶς δικαιοπρακτικὴ ἱκανότητα. Σύμφωνα μὲ τὸν Κώδικα Ἰατρικῆς Δεοντολγίας (ἄρθρ0 29 παρ. 3) «ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀσθενοῦς νὰ πεθάνει, ὅταν αὐτὸς βρίσκεται στὸ τελευταῖο στάδιο, δὲν συνιστᾶ νομικὴ δικαιολόγηση γιὰ τὴ διενέργεια πράξεων οἱ ὁποῖες στοχεύουν στὴν ἐπίσπευση τοῦ θανάτου».

Β7.  Ἰατρικὴ ἔρευνα

33) Εἶναι προφανὲς ὅτι γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἄνοιας ἀπαιτεῖται συστηματικὴ ἔρευνα στὴν ὁποία θὰ συνεισφέρουν οἱ ἀσθενεῖς μὲ τὴ συμμετοχή τους. Λόγῳ τοῦ ὅτι δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐκφράσουν ἐγκύρως τὴ βούλησή τους ἀπαιτεῖται ἡ ἄδεια νὰ δοθεῖ ἀπὸ τὸν νόμιμο ἐκπρόσωπό τους βάσει τῶν ὅρων τοῦ ἄρθρου 17 παρ. 1 τῆς Συμβάσεως περὶ Βιοϊατρικῆς. Δεδομένου δὲ ὅτι θὰ πρόκειται γιὰ ἔρευνα ποὺ δὲν θὰ ἔχει ἄμεσο ὄφελος γιὰ τὸν ἀσθενῆ, ἀλλὰ γιὰ τὰ θύματα τῆς ἀσθένειας στὸ μέλλον, θὰ πρέπει νὰ τηροῦνται καὶ οἱ ὅροι τῆς παρ. 2 τοῦ ἴδιου ἄρθρου, δηλαδὴ ἡ ἔρευνα νὰ προυσιάζει τὸν ἐλάχιστο κίνδυνο γιὰ τὸν ἀσθενῆ.

34) Σκόπιμο εἶναι οἱ ὅροι τῆς ἔρευνας νὰ διαμορφώνονται μετὰ ἀπὸ συνεννόηση μὲ συγγενεῖς ἐκπροσώπους τοῦ ἀσθενοῦς μετὰ ἀπὸ προσεκτικὴ ἐκτίμηση τοῦ κινδύνου, οὕτως ὥστε νὰ ἀποφεύγονται ἐπεμβατικὲς διαδικασίες.

35) Ἔρευνα ἐπίσης ἀπαιτεῖται καὶ σὲ ἐγκεφαλικὸ ἱστὸ ἀποθανόντων ἀσθενῶν. Στὴν περίπτωση αὐτή, θὰ πρέπει νὰ προβλέπεται κάποιος τύπος ἄδειας  εἴτε ἐκ μέρους του ἀσθενοῦς, ὅταν ἀκόμη εἶχε διαύγεια εἴτε ἐκ μέρους τῶν συγγενῶν του (ἔντυπο συγκατάθεσης). Ἡ τήρηση τῶν βιολογικῶν ὑλικῶν καὶ τῶν γενετικῶν δεδομένων θὰ πρέπει νὰ πληροῖ τοὺς ὅρους ποὺ ἀναφέρονται στὶς βιοτράπεζες καὶ ἔχουν ὡς κύριο στόχο νὰ προφυλάξουν εὐαίσθητα προσωπικὰ δεδομένα καὶ νὰ ἀποκλείσουν τὴν κατάληξή τους σὲ ὑπηρεσίες καὶ ὀργανισμούς, οἱ ὁποῖοι θὰ μποροῦσαν νὰ τὰ «ἀξιοποιήσουν» μὲ στόχο τὴν διάκριση καὶ τὴν περιθωριοποίηση ὄχι πλέον τῶν ἀσθενῶν ἀλλά τῶν συγγενῶν τους.

36) Σὲ περίπτωση ποὺ γίνεται συλλογὴ ὑλικοῦ γιὰ τὴ μελέτη τῆς ἄνοιας συγκεκριμένης ὁμάδας, τότε θὰ πρέπει νὰ προβλέπεται κάποιας μορφῆς ἀντα­πόδομα ἀπὸ τὸν ἐρευνητικό/φαρμακευτικό/ἰατρικὸ ὀργανισμὸ ποὺ τὴν ἔχει ἀναλάβει, μὲ τὴ μορφὴ τῆς «διανεμομένης ὠφελείας» (shared benefit), ὅπως τὴν προβλέπει ἡ Οἰκουμενικὴ Διακήρυξη περὶ Βιοηθικῆς τῆς UNESCO στὸ ἄρθρο 19, δηλαδὴ εἴτε δωρεὰν παροχὴ φαρμάκων σὲ αὐτὴν εἴτε κάποια ἄλλη παροχὴ κοινῆς ὠφέλειας, ὅπως π.χ. ἑνὸς σχολείου, ἑνὸς νοσοκομείου κ.λπ.

Γ.  Κρατικὴ εὐθύνη

Γ1.  Ἐνημέρωση

37) Ἡ αὔξηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἀσθενῶν καὶ ἡ αὔξηση τοῦ κόστους νοσηλείας σὲ ὅλες τὶς χῶρες, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ γήρανση τοῦ πληθυσμοῦ, καθιστοῦν ἀναγκαία τὴν ἐνεργοποίηση ὅλων τῶν σχετικῶν φορέων γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ἀτομικῶν καὶ κοινωνικῶν προβλημάτων ποὺ αὐτὴ συνεπάγεται. Τὸ ὑπάρχον νομικὸ πλαίσιο καλύπτει τὰ βασικότερα θέματα καὶ θὰ πρέπει μόνον νὰ συμπληρωθεῖ κυρίως σχετικὰ μὲ τὸν ὁρισμὸ ἐκπροσώπου ὑγείας καθὼς καὶ μὲ τὴ δημιουργία ὑπηρεσιῶν κατάλληλων γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς μὲ ἄνοια. Συγχρόνως, ὅμως, θὰ πρέπει νὰ αὐξηθεῖ ἡ εὐαισθητοποίηση τῆς κοινῆς γνώμης σχετικὰ μὲ τὶς ἰδιαιτερότητες τῆς ἀσθένειας καὶ τῶν θυμάτων της καὶ σχετικὰ μὲ τὴ στάση τῆς κοινωνίας ἔναντι τοῦ ἀσθενοῦς καὶ τῆς οἰκογένειάς του.

38) Ἀπὸ πλευρᾶς κρατικῶν ὑπηρεσιῶν πρέπει νὰ ληφθεῖ ἰδιαίτερη πρόνοια γιὰ τὴν ἐνημέρωση τοῦ εὐρύτερου κοινοῦ σὲ θέματα ἄνοιας, ὥστε ὅσοι τυχὸν προσβληθοῦν ἀπὸ τὴν ἀσθένεια νὰ εἶναι σχετικῶς προετοιμασμένοι καὶ συνεργάσιμοι.

39) Ἡ συμπεριφορὰ τῶν συγγενῶν εἶναι εἰδικῆς σημασίας στὴν περίπτωση αὐτήν. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ ἀντιμετωπίσουν τὴν ἀσθένεια, τοὺς κινδύνους ποὺ διατρέχει ὁ ἀσθενής (π.χ. τὸ ὅτι ξεχνάει σταδιακὰ πολλὰ πράγματα, τὸ ὅτι χάνει τὸν δρόμο κ.λπ.) καὶ τὶς μεταπτώσεις στὴν ψυχοσύνθεσή του, ὁ σεβασμὸς τῆς αὐτονομίας του καὶ τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς του, οἱ δυνατότητες προσφορᾶς πνευματικῆς βοήθειας καὶ ἀλληλεγγύης, θὰ πρέπει νὰ παρουσιασθοῦν μὲ πολλὲς καὶ κατανοητὲς στὸ κοινὸ κρατικὲς παρεμβάσεις ὑπὸ μορφὴ συστηματικῆς ἐνημέρωσης, μέσῳ ἐκπομπῶν, ἐκλαϊκευτικῶν ἄρθρων στὸν τύπο, τῆς Παγκόσμιας Ἡμέρας Ἄνοιας κ.λπ. Ἡ παρέμβαση αὐτὴ θὰ πρέπει ἐπίσης νὰ ἀντιμετωπίσει καὶ ἐνδεχόμενα θέματα στιγματισμοῦ καὶ περιθωριοποίησης τοῦ ἀσθενοῦς καὶ τῆς οἰκογένειάς του.

Γ2.  Δημιουργία δομῶν

40) Ἡ ἀνάγκη λειτουργίας Ὁλοκληρωμένων Μονάδων Ἄνοιας, μὲ κέντρα ἡμέρας γιὰ τοὺς ἀσθενεῖς, μὲ μονάδες περιθαλπόντων, μὲ κατ’ οἶκον φροντίδα  καὶ  ξενῶνες γιὰ ἀσθενεῖς μὲ ἄνοια εἶναι ἐπιτακτική. Τὰ κέντρα αὐτὰ καὶ τὴν ἐξέλιξη τῆς νόσου παρακολουθοῦν, καὶ ἔντονα συμπτώματα ἀντιμετωπίζουν, καὶ ἀγάπη καὶ φροντίδα προσφέρουν, καὶ τὶς οἰκογένειες βοηθοῦν νὰ σηκώσουν τὸ μεγάλο σὲ πολλὲς περιπτώσεις βάρος.

 

Δ. Θεολογικὲς ἀρχὲς - κατευθύνσεις

41) Κάθε ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ πλασμένος «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσίν» Του, ἔχει νοερὰ καὶ λογικὴ ἐνέργεια, καθὼς ἐπίσης καὶ ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία ἡ ὁποία συνδέεται μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὴν κριτικὴ σκέψη μπορεῖ νὰ ἀποδυναμώνεται μὲ τὴν ἀσθένεια τῆς ἄνοιας, ἀλλὰ ὑφίσταται ἡ νοερὰ ἐνέργεια διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σὲ σχέση κοινωνίας μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον ἀπαιτεῖται σεβασμὸς στὸν ἀσθενῆ μὲ ἄνοια, ὅπως καὶ στὰ ἔμβρυα ἢ τὰ βρέφη.

42) Τὸ κατ’ εἰκόνα Θεοῦ σφραγίζει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν συνοδεύει ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του, διατηρούμενο ἀνεξαρτήτως τῆς κατάστάσεώς του γιὰ πάντα. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ σεβόμαστε ἀκόμη καὶ τὸ νεκρὸ σῶμα, ὅπως καὶ τὰ ὀστᾶ τῶν κεκοιμημένων. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτήν, τὸ κατ’ εἰκόνα διατηρεῖται καὶ στοὺς ἀσθενεῖς ποὺ πάσχουν ἀπὸ παραμορφωτικες ἀσθένειες, οἱ ὁποῖες περιορίζουν τὶς κινήσεις ἢ ἀλλοιώνουν τὴν ἔκφραση ἢ ἐμποδίζουν τὸν λόγο ἢ καὶ σὲ ἀσθενεῖς ποὺ χαρακτηρίζονται ἀπὸ νοητικὴ ὑστέρηση ἢ ψυχοσωματικὴ διαταραχὴ ἢ ἀκόμη περιέρχονται σὲ κατάσταση ποικίλων βαθμῶν ἀνοίας.

43) Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε κοινὴ ἀρχή, κοινὸ δημιουργό, κοινὸ Πατέρα καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἔχουμε καὶ ἀδελφούς. Κάθε ἄνθρωπος συνδέεται ὀργανικὰ καὶ ἀναπόσπαστα μὲ ὁλόκληρη τὴν ἀνθρωπότητα ὡς φυσικὸ καὶ ὁμοούσιο μέλος της. Μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχει ἑνότητα ἐπειδὴ ἔχουν κοινὴ φύση, οἱ δὲ πιστοὶ μὲ τὸ βάπτισμα καὶ τὸ χρίσμα ἀνήκουν στὴν Ἐκκλησία καὶ εἶναι μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἔννοια τῆς πατρότητος τοῦ Θεοῦ συνδέεται ἀναπόσπαστα μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀδελφότητος ἐν Χριστῷ. Ἐφ’ ὅσον ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας μας, συνεπάγεται ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἀδέλφια μεταξύ μας.

44) Ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐπιτυγχάνεται ἔξω ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων καὶ κυρίως ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Ὅπου ὑπάρχει φιλαυ­τία ἐκεῖ δὲν ἀναπτύσσεται ἡ φιλοθεΐα καὶ ἡ φιλανθρωπία, ἀντίθετα ὅπου ἀναπτύσσεται ἡ φιλοθεΐα καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐκεῖ ἀποβάλλεται ἡ φιλαυτία.

45) Ὁ ἀσθενὴς μὲ ἄνοια, ἔστω καὶ ἂν ἀδυνατεῖ νὰ ἐκφρασθεῖ ἢ νὰ ἐπικοινωνήσει ἢ πολὺ περισσότερο ἐὰν παρουσιάζει χαρακτηριστικὰ μὴ ἐλεγχόμενης, ἔντονα ἀλλοιωμένης συμπεριφορᾶς, δὲν παύει νὰ εἶναι πρόσωπο· ὡς πρόσωπο δὲ συνιστᾷ ἀναπόσπαστο κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀφοῦ συνυπάρχουμε σὲ σχέση κοινωνίας, δεδομένου ὅτι ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὸν συνοδεύει ἡ ὅλη ἱστορία του (γεγονότα, σχέσεις, χαρακτηριστικὰ κ.λπ.), ἀφ’ ἑτέρου δέ, ἔστω καὶ ἂν ὁ ἴδιος ἀδυνατεῖ ἐπαρκῶς νὰ ἐπικοινωνεῖ, ἐμεῖς διατηροῦμε τὴ δυνατότητα κοινωνίας μαζί του (τὸν βλέπουμε, τοῦ ὁμιλοῦμε, τὸν ἀγκαλιάζουμε, συναναστρεφόμεθα μαζί του, ἔχουμε ἀναμνήσεις κ.λπ.).

46) Κατὰ συνέπειαν, ὁ ἀσθενὴς μὲ ἄνοια ἐξακολουθεῖ νὰ ἀποτελεῖ μέλος τοῦ ἑνὸς σώματος, μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι οἱ ὑγιεῖς καλοῦνται νὰ τὸν «ἀνέχονται ἐν ἀγάπῃ», νὰ τὸν φροντίζουν ἐν ὑπομονῇ, νὰ τὸν περιθάλπουν ὡς δοκιμαζόμενο ἀδελφό. Ἑπομένως δὲν δικαιολογεῖται καμιὰ μορφὴ ἀποκλεισμοῦ ἢ περιθωριοποίησης.

Ἐπὶ πλέον, ὅταν κάποιος συνάνθρωπός μας πάσχει, καλούμαστε νὰ τοῦ συμπαριστάμεθα, νὰ συμπορευόμεθα καὶ νὰ συμπάσχουμε∙ «εἴτε πάσχει ἓν μέλος, συμπάσχει πάντα τὰ μέλη» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 26). Ὁ ἀσθενὴς καὶ πάσχων συνάνθρωπος εἶναι ἀδελφὸς ἀγαπητός, ἔστω καὶ ἂν δημιουργεῖ δυσκολίες· εἶναι ἐπιθυμητός, ἔστω καὶ ἂν εἶναι ἀπαιτητικὸς καὶ ἐνίοτε δύστροπος· εἶναι πολύτιμος, ἔστω καὶ ἂν δὲν μπορεῖ νὰ προσφέρει κάτι, εἶναι ἕνας ὁρατὸς «ἐλάχιστος» ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν εὐαγγελικὴ ρήση (Ματθ. κε΄ 40), ἔστω καὶ ἂν ἀδυνατεῖ νὰ ἐπικοινωνήσει.

47) Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσφορὰ τῆς ἀγάπης καὶ τὴν προσευχή μας γιὰ τοὺς ἀνοϊκοὺς ἀσθενεῖς, καλὸ εἶναι νὰ προσευχόμαστε μαζί τους, νὰ τοὺς ὑποδεικνύουμε νὰ κάνουν τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, νὰ ἀνάβουμε τὸ καντήλι, νὰ τοὺς προτείνουμε νὰ ἀσπάζονται τὶς εἰκόνες, νὰ τοὺς χρίουμε μὲ τὸ ἔλαιο τοῦ Ἁγίου Εὐχελαίου, νὰ  τοὺς παραλαμβάνουμε μαζί μας στὶς εὐχαριστιακὲς συνάξεις, καὶ ἂν δὲν παρουσιάζουν προβλήματα στὴν κατάποση νὰ τοὺς βοηθοῦμε νὰ μεταλαμβάνουν τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ε. Ἠθικός προβληματισμός

Ε1. Προαπαιτούμενα

48) Προκειμένου νὰ ἔχουμε τὴν καλύτερη δυνατὴ συμπεριφορὰ ἀπέναντι στὸν ἀνοϊκὸ ἀσθενῆ, εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἀντιληφθοῦμε:

(α) τὸ μέτρο τῆς ἀντιληπτικῆς καὶ κριτικῆς του ἱκανότητας,

(β) τὶς συνέπειες τῆς ἔκπτωσης τῆς μνημονικῆς καὶ κριτικῆς του δυνα­τό­τητας,

(γ) τὸ ἂν καὶ πόσο θλίβεται ἢ ἐνδεχομένως χαίρεται,

(δ) τὸ ἐπίπεδο τῆς αὐτοσυνειδησίας του σὲ διάφορα στάδια,

(ε) τὸ αἴσθημα εὐθύνης ποὺ διαθέτει.

Ε2. Ἠθικὰ ἐρωτήματα

49) Πόσο πιεστικὸς καὶ περιοριστικὸς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀσθενοῦς μπορεῖ νὰ εἶναι κάποιος, ἰδίως ὅταν ἐξ αὐτῆς ἐκδηλώνονται καταστροφικές καὶ αὐτοκαταστροφικές τάσεις; Εἶναι ἠθικὰ ἐπιτρεπτὸ γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὴν ἀσφάλεια τοῦ ἀσθενοῦς νὰ τὸν ἐκβιάζουμε, νὰ τοῦ ἀποκρύπτουμε τὰ χρήματα, ὅταν δὲν μπορεῖ νὰ τὰ διαχειριστεῖ ἢ νὰ τὸν περιορίζουμε, ὅταν δὲν ἔχει αἴσθηση τοῦ κινδύνου, νὰ τὸν ἀπειλοῦμε, ὅταν ἀρνεῖται νὰ λάβει τὰ φάρμακά του, νὰ τοῦ ἀσκοῦμε κάποια βία (π.χ. κλείδωμα σὲ δωμάτιο), ὅταν καθίσταται ἐπιθετικός;

50) Τί συμβαίνει σὲ περιπτώσεις ἀντικρουομένων ὑποχρεώσεων ἢ φυσικῆς ἀνεπάρκειας καὶ πρακτικῆς ἀδυναμίας νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν ὑποχρέ­ωση συμπαραστάσεώς του;

51) Πόσο ἀνακοινωτικοὶ καὶ πόσο διαφανεῖς ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε;

52) Σὲ τί βαθμὸ πρέπει νὰ ζητοῦμε τὴ συναίνεσή του;

53) Πῶς προσδιορίζεται τὸ ὅριο τῆς προστατευτικῆς εὐθύνης μας ἔναντι τῶν δικαιωμάτων του; Πόσο προστατευτικοὶ πρέπει νὰ εἴμαστε;

54) Πῶς μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν πίεση καὶ τὰ σχόλια κάποιων ποὺ ἐνίοτε, ἐντελῶς ἀδιάκριτα καὶ ἀσυμπαθῶς, βλέπουν καὶ σχολιάζουν τέ­τοιες κατα­στάσεις; Κάποιες φορὲς ἐπηρεαζόμαστε καὶ γιὰ νὰ εἴμαστε ἀποδεκτοὶ ἀπὸ τὸ περιβάλλον καὶ ἀρεστοί, ἀδικοῦμε μὲ τὴ συμπεριφορά μας τὸν ἀσθενῆ. 

55) Τί συμβαίνει σὲ περιπτώσεις ποὺ αἰσθανόμαστε ὅτι ἡ μόνη λύση εἶναι ἡ χορήγηση ἠρεμιστικῶν; Τί συμβαίνει ὅταν αὐτὸ γίνεται μόνο γιὰ δική μας διευκόλυνση; Πῶς ἀντιμετωπίζεται τὸ τυχὸν ἐνοχικὸ αἴσθημα σὲ τέτοιες περιπτώσεις;

56) Πόσο ἐπιτρεπτὸ εἶναι, σὲ περιπτώσεις ποὺ ἡ διαχείριση τοῦ ἀσθε­νοῦς καθίσταται ἐξαιρετικὰ δύσκολη, νὰ τοῦ λέμε ψέματα; Τὰ ψέματα αὐτὰ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἀπειλητικὰ πρὸς ἐκφοβισμὸ καὶ συνετισμό;

57) Ἄν κάποιος ἀσθενὴς ἐκ τῶν προτέρων μᾶς ἔχει ζητήσει νὰ τὸν κρατή­σουμε στὸ σπίτι του, μποροῦμε, ὅταν ἐνδεχομένως δὲν θὰ ἔχει πλέον τὴ δυνατότητα νὰ ἀναγνωρίζει τὸ σπίτι του, νὰ τὸν μεταφέρουμε σὲ ἵδρυμα; Πόσο μᾶς δεσμεύει ἡ πρότερη ἐπιθυμία του;

 

Ε3. Βιοηθικὰ ζητήματα

58) Ἡ κατάσταση τοῦ ἀσθενοῦς μὲ ἄνοια στὸ τελικὸ στάδιο ἀσφαλῶς δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἐνεργεῖ ὡς ἠθικὸ ὄν. Ἑπομένως δὲν μποροῦν νὰ τοῦ ζητοῦνται εὐθύνες γιὰ τὶς ἑκάστοτε ἐπιλογές του καὶ φυσικὰ γιὰ τὶς συνέπειές τους. Εἶναι προφανὲς ὅτι βιοηθικὰ ἐρωτήματα ἀπευθύνονται σὲ ὅσους ἀσχολοῦνται ἢ δὲν ἀσχολοῦνται μαζί του.

59) Ἐνίοτε τὸ πρόβλημα στὶς περιπτώσεις ἀσθενῶν μὲ ἄνοια ἐκφράζεται καὶ ὡς πρόταση εὐθανασίας. Ὁ ἀσθενὴς στὴ φάση τῆς ἔναρξης τῆς νόσου θὰ μποροῦσε νὰ ἐκφράσει τὴν ἐπιθυμία νὰ μὴν ταλαιπωρηθεῖ καὶ μὲ ἔμμεσο ἢ καὶ ἄμεσο τρόπο νὰ ἐπισπευθεῖ τὸ τέλος του. Τὸ δίλημμα αὐτὸ θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ παρουσιαστεῖ καὶ στοὺς συγγενεῖς, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἀσθενοῦς. Ἡ δική μας εὐθύνη εἶναι αὐτὴ τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ σεβασμοῦ ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴ δεδομένη ἱερότητα τοῦ προσώπου. Δεδο­μένου μάλιστα ὅτι αὐτὰ ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι νὰ ἐκφρασθοῦν, ἡ περίθαλψη μὲ ὅρους συναφεῖς πρὸς αὐτὲς τὶς ἀρχὲς ἀποτελεῖ τὴν καλύτερη ἀπάντηση στὸ πρόβλημα τοῦ διλήμματος τῆς εὐθανασίας.   

 

Ε4. Κίνητρα φροντίδας τοῦ ἀνοϊκοῦ

60) Ὡς βασικὸς ἄξονας γιὰ τὴ στάση καὶ τὴ συμπεριφορά μας καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἀνοϊκοῦ προβάλλει ὁ λεγόμενος «χρυσοῦς κανών» τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς: «Ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς» (Ματθ. ζ΄ 12), ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ ἀποτελεῖ τὸ ἐλάχιστο στὶς διαπροσω­πικὲς σχέσεις, ἀφοῦ δὲν καλύπτεται μὲ τὴν ἐφαρμογή του ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης, ὡς μία σχέση ἀνιδιοτέλειας καὶ ἐλεύθερης παράδοσης στὸν πλησίον. Κατ’ ἀρχὴν ὅμως, μέσα στὸ πλαίσιο αὐτὸ πρέπει νὰ νοηθεῖ καὶ τὸ μέτρο τῆς ὅποιας πίεσης ἢ διακριτικῆς βίας ὑποχρεούμαστε νὰ ἀσκήσουμε, οἱ σχετικοὶ περιορισμοὶ τῆς ἐλευθερίας ἢ τὰ διάφορα παιδαγωγικὰ μέσα, ποὺ πρέπει νὰ χρησιμοποιηθοῦν γιὰ τὴν προστασία τοῦ ἀσθενοῦς.

61) Παράλληλα, καλούμαστε στὶς σχέσεις μας μαζί του νὰ ἀξιοποιήσουμε στὸν ὑψηλό­τερο δυνατὸ βαθμὸ τὴ νοημοσύνη μας καὶ νὰ χρησιμοποιήσουμε κάθε θεμιτὸ μέσο ποὺ προσφέρει ἡ ἐπιστήμη, ἡ τεχνολογία, ἡ παράδοση καὶ ἡ διαχρονικὴ πεῖρα, ὥστε ἀποτελεσματικὰ νὰ ἀντιμετωπίζουμε τὰ προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς του.

62) Κατὰ τὴ χριστιανικὴ ἀντίληψη, ἡ φροντίδα τοῦ ἀνοϊκοῦ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι προϊὸν ἀνάγκης, καθήκοντος, συμπόνιας, ἢ πολὺ περισσότερο συμφέροντος, ἀλλὰ ἔκφραση ἀγάπης. Ὡστόσο, αὐτὸ τὸ κίνητρο δὲν ἐπιβάλλεται οὔτε καὶ ἀπομονώνεται, ὅταν ἡ φροντίδα ἔχει ἀνατεθεῖ σὲ ἄλλους (π.χ. σὲ ἵδρυμα ἢ σὲ μισθωτὲς ὑπηρεσίες καὶ πρόσωπα). Ἡ ἀνάθεση ὅμως ἀπὸ τοὺς οἰκείους πρὸς ἱδρύματα ἢ μεμονωμένους λειτουργοὺς ὑγείας, θὰ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἀκολουθεῖ τὴν παραπάνω ἀρχή, δηλαδὴ νὰ ἐπιτελεῖται στὸ πλαίσιο τῆς κατὰ τὸ δυνατὸν καλύτερης φροντίδας ὡς ἔκφραση χριστιανικῆς ἀγάπης.    

63) Ἡ κίνηση πρὸς τὸν ἄλλον δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς ἀνάγκες του, ἀλλὰ ἀποτελεῖ φυσιολογικὴ συμπεριφορὰ ἑνὸς ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ ποὺ ρυθμίζει τὴ στάση πρὸς τὸν πλησίον μὲ βάση τὴ στάση του πρὸς τὸν Θεό.

64) Ἡ φροντίδα μας πρὸς τὸν πάσχοντα ἀπὸ ἄνοια εἶναι συνάρτηση καὶ ἀντικειμενικῶν δυνατοτήτων ἢ δυσκολιῶν, ὅπως οἱ ταυτόχρονες ὑποχρεώσεις, ἡ φυσικὴ ἀνεπάρκεια, ἡ ἔλλειψη μέσων, ἡ ἀπουσία πρακτικῶν συνθηκῶν (π.χ. οἰκονομικῶν προϋποθέσεων) κ.λπ.

65) Σὲ κάθε περίπτωση δὲν πρέπει νὰ ἐλαχιστοποιεῖται ὁ κόπος μας σὲ βάρος τοῦ ἀσθενοῦς, δὲν μετερχόμεθα παρεμβατικὰ μέσα ἀπο­κλειστικὰ πρὸς διευκόλυνση δική μας, ὅπως γιὰ παράδειγμα ἀλόγιστη χορήγηση ἠρεμιστικῶν ἢ καὶ ὑπνωτικῶν φαρμάκων στὸν ἀσθενῆ, ἀποσκοπῶντας ὄχι στὸ καλὸ τοῦ ἀσθενοῦς ἀλλὰ στὴ δική μας ἀνακούφιση καὶ εὐκολία.         

66) Ἡ συμπαράστασή μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸν βαθμὸ ἑτοιμότητας γιὰ αὐτα­πάρνηση καὶ θυσίες. Ἔτσι ἄλλος μπορεῖ νὰ προσφέρει ἐλεύθερα ὁλόκληρο τὸ εἶναι του, ἄλλος μέρος τῶν δυνατοτήτων του καὶ ἄλλος τὸ ἐλάχιστο.

 

Ε5. Μεταχείριση τοῦ ἀνοϊκοῦ

67) Δεδομένης τῆς ἐλαχιστοποίησης ἢ καὶ τῆς ἐξάλειψης τῶν δυνατοτήτων συνεργασίας μὲ τὸν ἀνοϊκὸ ἀσθενῆ, ἠθικὸ ἐρώτημα ἐγείρεται σὲ ἀναφορὰ μὲ τὴ μεταχείρισή του. Πρόκειται οὐσιαστικὰ γιὰ ἐρώτημα ποὺ ἀναφέρεται στὴ σχέση μέσων καὶ σκοποῦ. Καὶ μὲ δεδομένο ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς φροντίδας εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἀγαθός, τὸ ἐρώτημα ἀφορᾷ στὰ μέσα.

68) Ὁ ἀσθενὴς δὲν ἀντικειμενοποιεῖται, δὲν χάνει τὴν προσω­πικότητά του, δὲν παύει νὰ εἶναι ἄνθρωπος, δὲν τοῦ ἀφαιροῦνται οἱ ἐλευθερίες. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτήν, δὲν εἶναι αὐτονόητη ἡ στέρηση τῆς αὐτοδιάθεσης στὸ ὄνομα τῆς προστασίας του ἢ τῆς προστασίας τῶν γύρω του, καὶ μάλιστα μὲ βίαιες μεθόδους, ὅπως ὁ ἐγκλεισμὸς καὶ ἄλλες ἀπειλές. Ἄσχετα μὲ τὸ τί ἡ πράξη ἐπιβάλλει νὰ γίνεται, ὅταν δηλαδὴ ἡ ἄσκηση βίας ἢ ἄλλος περιορισμὸς τῆς ἐλευθερίας ἀποτελοῦν ἀναγκαῖο κακό, ἡ ἄσκηση ὁποιασδήποτε μορφῆς βίας εἶναι ἠθικὰ προβληματική, πολὺ περισσότερο ὅταν δὲν ἀποτελεῖ παιδαγωγικὸ ἢ προστατευτικὸ μέσο ἀλλὰ ἀποτέλεσμα θυμοῦ καὶ ἀγανάκτησης.

69) Ὁ ἀνοϊκὸς δὲν πρέπει νὰ ἀντιμετωπίζεται ὡς δευτέρας κατηγορίας ἄνθρωπος. Ὀφείλουμε νὰ τὸν σεβόμαστε ὡς ἄνθρωπο, νὰ τὸν συμπαρασταθοῦμε γιὰ τὴ δοκιμασία καὶ τὴν ἀσθένειά του καὶ νὰ προστατεύουμε  τὴν ἀξιοπρέπειά του, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ἀδυνατεῖ νὰ τὸ κάνει μόνος του. Τοῦ ἀξίζει ἡ φιλία μας, ἡ ἀναγνώριση, ἡ εὐγένεια, ἡ κατὰ τὸ δυνατὸν κοινωνία μας μαζί του. Δὲν πρέπει νὰ ἀπομονώνεται καὶ νὰ περιθωριοποιεῖται. Χρειάζεται ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ ἰδιάζουσα θαλπωρή. Ἐπειδὴ δὲ ἔχει μέσα του καταγεγραμμένη ἀξιοπρέπεια, εἶναι αὐτονόητο ὅτι δὲν ἀντιμετωπίζεται οὔτε μὲ περιφρόνηση οὔτε μὲ εἰρωνεία.

70) Ἡ ἰδιάζουσα κατάστασή του ὑπαγορεύει τὴν τοποθέτησή μας ἀπέναντί του μὲ τρόπο κάπως ἀνάλογο πρὸς τὸν τρόπο τῆς ἀντιμετωπίσεως τῶν μικρῶν παιδιῶν, πρὸς τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μᾶς καλεῖ νὰ ὁμοιάσουμε, μαθητεύοντας σὲ αὐτά. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἡ ἀγάπη ὀφείλει νὰ «συγκαταβαίνει» καὶ νὰ ἐκδηλώνεται μὲ τὴν ἀπαιτούμενη προσαρμογὴ κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «τοῖς πᾶσι γέγονα τὰ πάντα» (Α΄ Κορ. θ΄ 22).

71) Τὸ ἴδιο προβληματικὴ εἶναι καὶ ἡ ἀπόκρυψη τῆς ἀλήθειας γιὰ τὴν κατάσταση τῆς ὑγείας του, ἀφοῦ εἶναι ἀναγκαία ἡ συγκατάθεση τοῦ ἀσθενοῦς γιὰ κάθε ἰατρικὴ ἢ νοσηλευτικὴ φροντίδα. Ἡ ἀγάπη ἀπαιτεῖ ἐξεύρεση κατάλληλων δρόμων γιὰ τὴ διαφανῆ καὶ ἔντιμη συμπεριφορά μας πρὸς τὸν ἀνοϊκό.

Ἂν κάποτε χρειάζεται ἡ ἀπὸ μέρους μας ἀπόκρυψη τῆς ἀλήθειας ἢ καὶ ἡ χρήση κάποιας ἀποπροσανατολιστικῆς ἢ καὶ παραπλανητικῆς στάσης, αὐτὸ μπορεῖ νὰ γίνεται ὄχι μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἀρχῆς «ὁ σκοπὸς ἁγιάζει τὰ μέσα», ἀλλὰ μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ἐπινοεῖ τὰ πάντα, «καλῶς πανουργεῖ» (Βλ. Μεγ. Βασιλείου, Εἰς τὴν ἀρχὴν τῶν Παροιμιῶν 11, PG 31, 412Α), γιὰ τὴν βοήθεια τοῦ ἐμπερίστατου ἀγαπώμενου, τὸν ὁποῖο καὶ ὑπηρετοῦμε.

72) Σὲ κάθε περίπτωση πρέπει νὰ ἐφαρμόζεται ἡ ἀρχὴ τῆς οἰκονομίας ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ ὑπερβαίνει τό γράμμα τῶν ἠθικῶν καὶ ἄλλων κανόνων ἢ καὶ νὰ ἐφαρμόζει κατὰ περίπτωση καὶ μὴ ἠθικῶς ἀποδεκτὰ μέσα χάριν τῆς ἀγά­πης πρὸς τὸν πλησίον.

 

Ε6. Σκοπὸς τῆς φροντίδας

73) Οἱ σκοποὶ τῆς φροντίδας τοῦ ἀνοϊκοῦ ἀσθενοῦς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀποβλέπουν στὴ διευκόλυνση γιὰ τὴν καλύτερη δυνατὴ ποιότητα ζωῆς καὶ τὴν ἀνακούφιση ἀπὸ τὰ συμπτώματα. Σ’' αὐτὸ συμβάλλουν ἡ διατήρηση καὶ καλλιέργεια τῆς κατὰ τὸ δυνατὸν ἐφικτῆς ἐπικοινωνίας, μὲ βασικὸ σκοπὸ ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν προστασία τῆς προσωπικότητας καὶ τῆς ταυτότητάς του ἀφ’ ἑτέρου δὲ τὴ δημιουργία τοῦ λυσιτελέστερου περιβάλλοντος χαρᾶς, αἰσιοδοξίας, ἀσφάλειας, συντροφικότητας, κατανόησης, προστασίας, καταξίωσης καὶ γενικότερα ἀξιοπρεποῦς διαβίωσης.

74) Ὡς πρὸς τὸ ζήτημα τῆς αὐτόνομης ἢ τῆς ἱδρυματικῆς φροντίδας τῶν ἀνοϊκῶν, ἀσφαλῶς τὸ πλέον ὠφέλιμο ἠθικὰ τόσο γιὰ τὸν ἀσθενῆ ὅσο καὶ τὸν φροντιστὴ εἶναι ἡ αὐτόνομη καὶ ἀνεξάρτητη φροντίδα. Ὡστόσο, ἡ φυσικὴ ἀδυναμία ἢ ἡ ἀνυπαρξία τῶν κατάλληλων δομῶν καὶ συνθηκῶν γιὰ αὐτόνομη καὶ ἀποτελεσματικὴ φροντίδα μπορεῖ νὰ δικαιολογήσει τὴν ἀνάθεση τῆς φροντίδας τοῦ ἀσθενοῦς σὲ ὀργανωμένα ἱδρύματα. Αὐτὸ ποὺ εἶναι σαφῶς ἐπιλήψιμο εἶναι ἡ ἐγκατάλειψη καὶ ἀδιαφορία.   

 

Ε7. Ἐσωτερικὴ διάθεση καὶ φρόνημα.

75) Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ πνεῦμα θυσίας ἀπαραίτητες ἐκ μέρους μας εἶναι οἱ ἀρετὲς τῆς ταπείνωσης καὶ ὑπομονῆς. Χωρὶς τὴν ταπείνωση δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ πραγματικὴ προσέγγιση καὶ ἀποδοχὴ τοῦ ἀνοϊκοῦ, καὶ χωρὶς τὴν ὑπομονὴ δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ διατήρηση τῆς συμπαράστασής μας.

76) Ἡ διακονία τοῦ ἀνοϊκοῦ κρύβει καὶ τὸ μεγαλεῖο ὅτι ἐπειδὴ αὐτὸς δυσκολεύεται νὰ ἐκφράσει τὰ εὐγνώμονα αἰσθήματά του, ἡ προσφορά μας χαρακτηρίζεται ἀπὸ καθαρὴ ἀνιδιοτέλεια. Προσφέρουμε κάτι γιὰ τὸ ὁποῖο γνωρίζουμε ὅτι δὲν θὰ δεχθοῦμε ἐκφράσεις εὐγνωμοσύνης. Ἐπὶ πλέον, ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς συμπεριφέρεται μὲ βιαιότητα, προαπαιτεῖται ὑπομονή, ἀνοχή, ἀνωτερότητα.

77) Ἡ διακονία ἑνὸς ἀσθενοῦς μὲ ἄνοια, παρὰ τὸ ὅτι καταθλίβει, κουράζει, ἀπομακρύνει ἀπὸ ἄλλες δραστηριότητες ἢ καὶ προκαλεῖ ἐσωτερικὲς συγκρούσεις καὶ διλήμματα, μπορεῖ νὰ ἀποτελέσει εὐλογία. Ὁ ἀνοϊκὸς εἶναι «ἕνας ἐλάχιστος ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου»· εἶναι «τὸ παιδίον» ποὺ ὄχι μόνον δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται «νὰ κωλύωμεν», ἀλλὰ πρὸς τὸ ὁποῖον καλούμεθα «νὰ στραφῶμεν».

78) Ἡ δοκιμασία τοῦ ἄλλου μπορεῖ νὰ γίνει ἡ εὐκαιρία μας. Τὸ ὅτι κάποιος βρίσκεται σὲ αὐτὴ τὴν κατάσταση μπορεῖ καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἴδιου νὰ ἀπεργάζεται καὶ ἐμᾶς νὰ ἁγιάζει καὶ οἰκοδομεῖ.

79) Ἡ ταπεινὴ ἀποδοχὴ τῆς ζώσης πραγματικότητος ὡς ἰδανικῆς γιὰ τὸ σήμερα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ πίστη ὅτι ἡ κάθε στιγμὴ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἔχει τὴν ἀξία καὶ τὴ μοναδικότητά της ἀποτελοῦν ἀπαραίτητον ὅρο ὑγιοῦς συμπαράστασης σὲ κάποιον ποὺ ὑποφέρει. Τελικά, δὲν καλούμεθα νὰ ἀποτρέψουμε τὸν θάνατο∙ αὐτὸς εἶναι ἀναπόφευκτος. Καλούμεθα νὰ χαρίσουμε στὸν πάσχοντα πολύτιμες στιγμὲς καὶ ἀγάπη.

 

ΣΤ. Ἀρχὲς ἀντιμετώπισης

80) Βασικὰ καὶ κατ’ ἀρχὴν πρέπει νὰ κατανοήσουμε τὴ γενικὴ ἔννοια τῆς ἄνοιας, τὰ ἰδιώματά της, τὰ χαρακτηριστικὰ κατὰ τὶς διάφορες φάσεις τῆς ἐξέλιξής της, ὅπως καὶ τὶς ἰδιομορφίες ποὺ παρουσιάζει κατὰ περίπτωση. 

81) Ἐπιπλέον, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ διεισδύσουμε στὸ πρόσωπο τοῦ ἀνοϊκοῦ∙ πῶς μιλάει, τί παρελθὸν ἔχει, τί στόχους, προσδο­κίες καὶ ἐπιδιώξεις, τί ἀπογοητεύσεις, βιώματα καὶ ἐπιθυμίες, ποιό τὸ πνευματικὸ καὶ ψυχολογικό του ὑπόβαθρο. Ἐπίσης, νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ ἐνδεχόμενο ὕπαρξης ἐσωτερικοῦ λόγου, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ μιλήσουμε μὲ τὴ γλῶσσα τῆς ψυχῆς του γιὰ νὰ τὸν προσεγγίσουμε.

82) Σκοπός μας δὲν εἶναι νὰ τοῦ μιλήσουμε ἀφ’ ὑψηλοῦ ἔστω ὡς ἀδελφὸ ποὺ ὑποφέρει, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀνυψώσουμε ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο ποὺ συνεχῶς κατεβαίνει.

83) Ἡ δημιουργία ἐναλλαγῶν στὴ ζωὴ τοῦ ἀσθενοῦς, ἡ ἀξιοποίηση τῶν ὑφισταμένων σὲ κάθε στάδιο δυνατοτήτων καὶ δεξιοτήτων, ἡ συνεχὴς ἐπικοινωνία, ὁ τονισμὸς χαρούμενων καὶ ἐλπιδοφόρων ἐρεθισμάτων, μπορεῖ νὰ μὴν ἀντιστρέφουν τὴν παρακμὴ τῶν ψυχικῶν ἀντιστάστεων, ἀλλὰ σίγουρα ἐπιβραδύνουν τὴν ἐξέλιξη τῆς ἀσθένειας, ἀφοῦ ἐνισχύουν τὶς ψυχικὲς ἀντιδράσεις.

84) Ἡ ἀτμόσφαιρα ποὺ δημιουργοῦμε στὸν ἀσθενῆ πρέπει νὰ διαπνέεται ἀπὸ χαρὰ καὶ ζωντάνια ἀλλὰ ὄχι ἀπὸ ὑπερβολές.

85) Συχνὰ ὑπάρχει ἀνάγκη δημιουργίας προστατευτικοῦ κλοιοῦ, ὥστε νὰ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἀσθενὴς ἀπὸ τυχὸν ὑπερβολικὲς πιέσεις. Αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σπουδαιότητα γιὰ τὴν προφύλαξη τοῦ ἀσθενοῦς ἀπὸ πρόσωπα ποὺ τὸν προσεγγίζουν μὲ δελεαστικὲς προτάσεις καὶ ἰδιοτελεῖς σκοπούς, ἐκμεταλλευόμενα συχνὰ τὶς φυσικές ἀδυναμίες τοῦ ἀσθενοῦς.

86) Εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικὸ καὶ βοηθητικὸ νὰ ἐνισχύονται οἱ προσδοκίες καὶ νὰ γίνεται ἀναφορὰ στὸ μέλλον. Ἀντίθετα, ἡ συνεχὴς ἀναφορὰ στὸ παρελθὸν καταδεικνύει ἔλλειψη προσδοκιῶν καὶ ὅταν μάλιστα τὸ παρελθὸν συγκρίνεται μὲ τὸ παρόν, τότε προξενεῖ ἐσωτερικὲς ἀπογοητεύσεις.

87) Εἶναι ἐπίσης σημαντικὸ νὰ ἐνισχυθοῦν τὰ προγράμματα ἔγκαιρης διάγνωσης ἢ καὶ πρόληψης τῆς ἄνοιας. Μπορεῖ ἡ ἀσθένεια αὐτὴ νὰ μὴν ἀναχαιτίζεται, εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ ἐπιβραδυνθεῖ ἡ ἐξέλιξή της καὶ νὰ ἀντιμετωπισθοῦν ἀνακουφιστικὰ συγκεκριμένα συμπτώματά της.

88) Ἡ φροντίδα καὶ ἐνασχόληση μὲ ἀνοϊκοὺς ἀσθενεῖς δημιουργεῖ μεγάλη ψυχικὴ ἐπιβάρυνση καὶ κόπωση καὶ στοὺς συγγενεῖς καὶ στοὺς λειτουργοὺς ὑγείας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, εἶναι ἀπόλυτα ἀναγκαῖες καὶ ἡ διαρκὴς ἐπιμόρφωσή τους καὶ ἡ συνεχὴς πνευματικὴ καὶ ψυχολογική τους στήριξη.

89) Γιὰ περιπτώσεις κατὰ τὶς ὁποῖες τὸ κατὰ τὰ ἄλλα οἰκεῖο καὶ ἀγαπητὸ στὸν ἀσθενῆ περιβάλλον τῆς οἰκογένειάς του δὲν εἶναι ἱκανὸ νὰ τὸν στηρίξει, εἶναι ἀναγκαία ἡ μετάφορά του σὲ Κέντρο Ἄνοιας, τὸ ὁποῖο ὅμως νὰ λειτουργεῖ μὲ ὅλους τοὺς ὅρους ποὺ ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση, ἡ κλινικὴ ἐμπειρία, καὶ ἡ ἠθικὴ δεοντολογία, ἀλλὰ κυρίως ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἀγάπη ἐπιτάσσουν.

90) Ὑπάρχει ἄνοια ποὺ ὀφείλεται σὲ ἐγκατάλειψη ἢ ἄνοια ποὺ ἐνισχύ­εται ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη καὶ τὴν περιφρόνηση. Εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ ἔκφραση ἀγάπης ἐπιβραδύνουν τὴν ἐξέλιξη τῆς ἀσθένειας. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτήν, ἡ δημιουργία καὶ λειτουργία Κέντρων Ἡμερήσιας Φροντίδας Ἀνοϊκῶν Ἀσθενῶν μὲ σκοπὸ τὴ φροντίδα, ἀπασχόληση, στοργή, κατανόηση, ἀγάπη καὶ ἐν γένει περίθαλψη τῶν ἀσθενῶν, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἱδρυματοποίησή τους σὲ Οἴκους Εὐγηρίας ἀποτελεῖ τὴν καλύτερη καὶ πλέον ἐνδεδειγμένη λύση θεσμικῆς συμπαράστασης ἀνοϊκῶν ἀσθενῶν.

 

 


 

[1] Ferri CP, Prince M, Brayne C, Brodaty H, Fratiglioni L, Ganguli M, Hall K, Hasegawa K, Hendrie H, Huang Y, Jorm A, Mathers C, Menezes PR, Rimmer E, Scazufca M; Alzheimer's Disease International. Global prevalence of dementia: a Delphi consensus study. Lancet. 2005 Dec 17;366 (9503):2112-7.

[2]  United Nations Principles for Older persons. The eighteen principles, which have been adopted by the General Assembly in 199(resolution No. 46/91) are divided in five areas: Independence, Participation, Care, Self-fulfillment, and Dignity.

 


 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ιωάννου Γενναδίου 14 (115 21)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ



ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΜΟΣΧΕΥΣΕΩΝ

(10.12.1999)

 

α. Γενικές ἀρχές

1) ῾Η ᾿Εκκλησία, ἀντικρύζει τὶς μεταμοσχεύσεις, ὅπως καὶ κάθε τι ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν πάλη του μὲ τὸν θάνατο, μὲ ἰδιαίτερη συμπάθεια, κατανόηση καὶ αἴσθημα σοβαρότητος. ᾿Αντιλαμβάνεται καὶ τὸ μέγεθος τοῦ προβλήματος καὶ τὶς δυνατότητες ποὺ παρέχουν οἱ μεταμοσχεύσεις καθὼς καὶ τὸ μεγάλο της χρέος ἀπέναντι στὴν κοινωνία, στὴν ἰατρικὴ πράξη, στοὺς λῆπτες ἀλλὰ καὶ στοὺς δυνητικοὺς δότες. Καὶ τὸν λήπτη θέλει νὰ βοηθήσει, ἀλλὰ καὶ τὸν δωρητή ὀφείλει νὰ σεβασθεῖ.

2) Τὸ κριτήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἠθικῆς τῶν μεταμοσχεύσεων, ὅπως καὶ κάθε προβλήματος, εἶναι πνευματικό. Ἂν κάτι βλάπτει τὴν ψυχὴ ἢ ὑποβιβάζει τὶς πνευματικὲς ἀξίες, ἀνεπιφύλακτα τὸ ἀπορρίπτει. Ἀντιθέτως, ἐὰν τὸ ἐπὶ μέρους ἐπιστημονικό ἐπίτευγμα εἶναι συμβατὸ μὲ τὴ θεολογικὴ παράδοση, διδασκαλία καὶ ἐμπειρία της, τὴν ἰδιοφυῆ ἀνακάλυψη τὴν ἀντιμετωπίζει μὲ τὴν τόλμη τῆς πνευματικῆς καινοτομίας της. Οὔτε μὲ τὸν ὀρθολογιστικὸ σχολαστικισμὸ ἔχει σχέση, οὔτε σὲ πολιτικὲς σκοπιμότητες ὑποχωρεῖ, οὔτε μὲ τὴν ἐκκοσμίκευση συντάσσεται.

3) Κάθε τι ποὺ ὑπερβαίνει τὸν ἀτομικισμὸ καὶ τὴν φιλοζωία καὶ συνδέει τοὺς ἀνθρώπους μὲ σχέση ἀμοιβαιότητος καὶ κοινωνίας, κάθε τι ποὺ ἀποδεικνύει τὴν ὑπεροχὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἐπὶ τῆς βιολογικῆς ἐπιβιώσεως, ἡ ᾿Εκκλησία τὸ προστατεύει καὶ τὸ ὑποστηρίζει. ᾿Αλλὰ καὶ μπροστὰ στὸ μυστήριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου καθὼς καὶ τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυΐας τοῦ ἀνθρώπου στέκεται μὲ σεβασμὸ καὶ ἰδιάζουσα εὐαισθησία.

β. Εἰδικὲς ἀρχὲς

4) Οἱ μεταμοσχεύσεις μεταμορφώνουν τὸ δράμα τοῦ λήπτη σὲ ἐλπίδα ζωῆς. Ἡ ᾿Εκκλησία θὰ μποροῦσε μὲσα ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία της νὰ τὶς εὐλογήσει, μὲ τὴν ἀδιαπραγμάτευτη ὅμως προϋπόθεση ὅτι κατὰ τὴ μεταμοσχευτικὴ διαδικασία προστατεύεται ἡ συνείδηση τοῦ δότη καὶ δὲν παραβιάζονται οἱ πνευματικὲς ἀξίες.

5) Kάθε λογικὴ ἀποδοχῆς τῶν μεταμοσχεύσεων ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία ἔχει τρεῖς ἄξονες·

α) ῾Η ᾿Εκκλησία αἰσθάνεται μὲν τὸ φιλάνθρωπο χρέος της ἀπέναντι στὸν λήπτη -ποὺ ἔχει ἀνάγκη νὰ ζήσει-, ἀντιλαμβάνεται ὅμως περισσότερο τὸν ρόλο της δίπλα στὸν δότη -ποὺ μπορεῖ ἐλεύθερα νὰ προσφέρει. ᾿Επ᾿ οὐδενὶ λόγῳ καὶ μὲ κανένα τρόπο δὲν θυσιάζει τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸ δότη στὴν ἀνάγκη ἐπιβιώσεως τοῦ λήπτη. Ὁ σκοπὸς δὲν εἶναι νὰ ζήσει ὁ λήπτηςּ ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ δώσει ὁ δότης. Ὁ λήπτης λαμβάνει θνητὸ σῶμαּ ὁ δότης δίνει ἀπὸ τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Ὅσο ἀνώτερη εἶναι ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα τόσο μεγαλύτερο εἶναι τὸ πνευματικὸ ὄφελος τοῦ δότη ἀπὸ τὸ βιολογικὸ κέρδος τοῦ λήπτη. «Μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν» (Πραξ. κ´ 35).

β) ῾Η δωρεὰ ὀργάνου πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ περιλαμβάνει τὴν «συνειδητὴ συναίνεση» τοῦ δότη, δηλαδὴ ὁ δότης πρέπει ἐν ἐπιγνώσει, ἐλεύθερα καὶ ἀβίαστα νὰ ἔχει συγκατατεθεῖ στὴν ἀφαίρεση τῶν ὀργάνων του, ἂν τυχὸν ἀπὸ κάποια αἰτία καταστεῖ ἐγκεφαλικὰ νεκρός. Ὁ δότης πρέπει νὰ ἐνεργεῖ ὡς δωρητής. Καὶ

γ) ῾Η ᾿Εκκλησία μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὶς μεταμοσχεύσεις μόνο μέσα σὲ ἀτμόσφαιρα ἀγάπης, συναλληλίας, ἐνίοτε αὐτοθυσιαστικοῦ φρονήματος, ἐξόδου ἀπὸ τὸν κλοιὸ τῆς φιλαυτίας καὶ φιλοζωίας μας -ποτὲ ὠφελιμιστικῆς ἢ χρησιμοθηρικῆς λογικῆς ποὺ ἀποξενώνει τὸ «δότη» ἀπὸ τὴν προσφορά του. 

Κατόπιν τούτων, οἱ μεταμοσχεύσεις προσεγγίζονται ὡς ἀφορμὴ μετάδοσης ζωῆς σὲ μερικοὺς ἀνθρώπους, κυρίως ὅμως ὡς εὐκαιρία μετάγγισης πνευματικοῦ ἤθους στὴν κοινωνία.

γ. ῾Ο ρόλος τῆς ἰατρικῆς

6) ῾Η ἰατρικὴ φροντίζει γιὰ τὴν ἀποκατάσταση ἢ τὴ βελτίωση τῆς ὑγείας τοῦ ἀνθρώπου καὶ κατ' ἐπέκταση γιὰ τὴν παράταση τῆς ζωῆς του. Ἡ θεολογία δὲν ἐμποδίζει τὴν ἰατρικὴ στὴν προσπάθεια αὐτή, ἀλλὰ καὶ δὲν ἀγνοεῖ τὴ σχετικότητά της. Παράλληλα, προβάλλει καὶ ὁρισμένες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ὀρθὴ ἀνάπτυξη καὶ ἄσκησή της. Οἱ προϋποθέσεις αὐτὲς εἶναι δύο: α) ῾Ο σεβασμὸς τοῦ προσώπου καὶ β) ἡ ὠφέλεια τοῦ πλησίον.

7) Ἐπίσης, ἡ ἰατρικὴ ἐπιστήμη, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ ἰατρικὲς ἔρευνες, πρέπει νὰ ἐπιτελοῦνται μέσα στὰ πλαίσια τῶν ἰατρικῶν καὶ βιοηθικῶν δεοντολογικῶν κανόνων, οἱ ὁποῖοι προστατεύουν τὸν ἄνθρωπο ὡς προσωπικότητα. Οἱ γιατροὶ πρέπει νὰ ἐργάζονται μὲ ταπείνωση καὶ βαθύτατη αἴσθηση ὅτι εἶναι ὄργανα τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐξυπηρέτηση τοῦ ἀνθρώπου.

δ. ῾Η δυνατότητα προσφορᾶς ὀργάνων

8) ῾Η ζωὴ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο δὲν μᾶς χαρίζεται γιὰ νὰ βιώνουμε τὴ φιλαυτία καὶ τὴν κτητικότητά μας, ἀλλὰ μᾶς προσφέρεται γιὰ νὰ εἶναι τόσο δική μας, ὥστε νὰ μποροῦμε ἀκόμη καὶ νὰ τὴν προσφέρουμε μὲ ἀγάπη. ῾Ο καλύτερος τρόπος ἐπιστροφῆς της στὸν Θεὸ εἶναι ἡ προσφορά της ἀπὸ ἀγάπη στὸν πλησίον· «οὐκ ἔστιν ἄλλως σωθῆναι εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον» (Ἅγιος Μακάριος Αἰγύπτιος).

9) Τὸ φρόνημα καὶ ἡ διάθεση τῆς αὐτοπροσφορᾶς ἀποτελοῦν τὸν πνευματικὸ ἄξονα τῆς ἠθικῆς τῆς ᾿Εκκλησίας στὸ θέμα τῶν μεταμοσχεύσεων. ῾Ο ἀποστολικὸς λόγος «ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε· καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι» (Α´ ᾿Ιω. γ´ 16) διαλύει κάθε ἀμφιβολία γιὰ τὸ ὅτι ἡ προσφορὰ τῆς ζωῆς, καὶ συνεπῶς καὶ ἡ δωρεὰ σώματος, δὲν εἶναι πράξεις αὐτοκτονίας ἢ εὐθανασίας, ἀλλά μποροῦν νὰ ἀποτελοῦν ἐκφράσεις τῆς «μείζονος ἀγάπης», περὶ τῆς ὁποίας κάνει λόγο ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κατὰ τὴν παράδοση τῶν τελευταίων Του ὑποθηκῶν στοὺς μαθητές·«μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (᾿Ιω. ιε´ 13). ῾Η προσφορὰ τῆς ζωῆς εἶναι τὸ μεῖζoν· ἡ προσφορὰ τῶν ὀργάνων εἶναι τὸ εὐλογημένο ἔλασσον. Οἱ παραπάνω ἁγιογραφικὲς ἀναφορὲς μεταθέτουν τὸ ἠθικὸ πρόβλημα ἀπὸ τὸ σχολαστικὸ προσδιορισμὸ τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου στὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἐλεύθερη ἔκφραση τοῦ αὐτεξουσίου.

10) Στὴν περίπτωση λοιπὸν ποὺ κάποιος ἐπιθυμοῦσε νὰ προσφέρει τὰ ὄργανά του, ἀκόμη κι ἂν ὁ ἐγκεφαλικὸς θάνατος δὲν ταυτιζόταν μὲ τὸν ὁριστικὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα, μαζὶ μὲ τὰ ὄργανά του θὰ εἶχε προσφέρει καὶ τὴ ζωή του. ῾Η πράξη του δὲν θὰ περιεῖχε μόνο τὸ στοιχεῖο τῆς προσφορᾶς, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ τῆς αὐτοθυσίας.

11) ῾Η ᾿Εκκλησία εὐνοεῖ καὶ ἐνθαρρύνει τὴν προσφορὰ ἑνὸς ἀπὸ τὰ διπλᾶ μας ὄργανα (νεφρά) ἢ ἱστῶν (δέρματος, μυελοῦ τῶν ὀστῶν, αἵματος), ἀπὸ ζῶντα δότη.

ε. Περὶ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου

12) ῾Η ᾿Εκκλησία σέβεται καὶ ἐμπιστεύεται τὴν ἰατρικὴ ἔρευνα καὶ κλινικὴ πράξη. Γι᾿ αὐτό, ἂν καὶ δὲν εἶναι ἁρμόδια, θὰ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὴν διεθνῶς ὁμόφωνη ἄποψη ὅτι ὁ ἐγκεφαλικὸς θάνατος ταυτίζεται μὲ τὸ ἀμετάκλητο βιολογικὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου.

῾Ο ἐγκεφαλικὸς θάνατος ἀποτελεῖ γεγονὸς ὁριστικῆς καὶ ἀνεπίστρεπτης καταστροφῆς τοῦ ἐγκεφάλου καὶ κατάσταση πλήρους ἀπώλειας αἰσθήσεων καὶ συνειδήσεως. Κατ' αὐτὸν ἡ ἀναπνευστικὴ λειτουργία συντηρεῖται μόνον μηχανικά, ἡ δὲ διακοπὴ τῆς τεχνητῆς ὑποστηρίξεως ὁδηγεῖ σὲ σχεδὸν ἄμεση παύση καὶ τῆς καρδιακῆς λειτουργίας.

13) Αὐτὸ ποὺ στὴν οὐσία κάνει ἡ τεχνητὴ ὑποστήριξη τῆς ἀναπνοῆς εἶναι ὅτι προσωρινὰ ἀναχαιτίζει τὴν διαδικασία ἀποσυνθέσεως τοῦ σώματος ὄχι ὅμως καὶ τὴν ἀναχώρηση τῆς ψυχῆς.

14) ῾Ο ἐγκεφαλικὸς θάνατος πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ διαφοροποιηθεῖ ἀπὸ τὴν φυτικὴ κατάσταση -ποὺ συνήθως ὀνομάζεται «κλινικὸς θάνατος». Κατ' αὐτήν, τὸ ἐγκεφαλικὸ στέλεχος λειτουργεῖ καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲν ἀπαιτεῖται τεχνητὴ ὑποστήριξη.

15) ᾿Επειδὴ ὑπάρχει πάντοτε ὁ κίνδυνος -σὲ μεμονωμένες εὐτυχῶς περιπτώσεις-, ἀπροσεξίας, λάθους ἢ καὶ ἀσέβειας πρὸς τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, ἡ ᾿Εκκλησία μαζὶ μὲ τὴν πλειοψηφία τοῦ ἰατρικοῦ καὶ νοσηλευτικοῦ κόσμου καὶ τῶν ἁρμοδίων κοινωνικῶν φορέων, ἀπαιτεῖ τὴν ἐξασφάλιση τῆς ἀκριβοῦς τηρήσεως τῶν διεθνῶς ἀποδεκτῶν κριτηρίων διαγνώσεως τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου. ῎Ετσι:

α) εἶναι ἀπαραίτητη ἡ τεκμηριωμένη καὶ σαφὴς διαπίστωση τῶν αἰτίων τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου.

β) ῾Η πιστοποίηση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου πρέπει νὰ γίνεται ἀπὸ ἐπιτροπὴ εἰδημόνων ποὺ νὰ μὴν ἔχουν καμμία σχέση ἐξαρτήσεως ἀπὸ τὶς μεταμοσχευτικὲς ὁμάδες καὶ ἐπὶ τῇ βάσει τῶν ὑφισταμένων κλινικῶν καὶ ἐργαστηριακῶν κριτηρίων.

γ) Τὰ κριτήρια τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου δὲν εἶναι ἐπαρκῆ ἂν εἶναι μόνον κλινικά. Πρέπει νὰ προστεθοῦν καὶ ἐργαστηριακά (ἀξονικὴ τομογραφία καὶ ἕνα ἠλεκτροεγκεφαλογράφημα) ὥστε νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ, κατὰ τὸ δυνατόν, ὄχι μόνο ἡ παύση τῶν λειτουργιῶν τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους, ἀλλὰ καὶ τοῦ φλοιοῦ. ῞Οπου δὲν ὑπάρχει ἐμφανὴς αἰτία ἐγκεφαλικῆς βλάβης πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνονται οἱ ἐξετάσεις γιὰ μεγαλύτερη ἐπιβεβαίωση, ἀκόμη κι ἂν αὐτὴ ἡ καθυστέρηση ὁδηγεῖ σὲ ἀπώλεια τῶν ὀργάνων.

δ) Πρὶν ἀπὸ τὶς δοκιμασίες τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου θὰ πρέπει νὰ ἔχουν προηγηθεῖ οἱ βιοχημικὲς ἐξετάσεις ποὺ νὰ παρουσιάζουν φυσιολογικὲς τιμὲς (ὄχι οὐρία οὔτε ἠλεκτρολυτικὲς διαταραχές). ᾿Επίσης, γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ὁ ἐγκεφαλικὸς θάνατος πρέπει νὰ ἔχουν παρέλθει τουλάχιστον 24 ὧρες ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τοῦ συμβάντος. 

16) ῾Ο ἔλεγχος ἂν κάποιος εἶναι δότης (δηλαδὴ ἂν ὑπάρχει συναίνεση) πρέπει νὰ γίνεται μετὰ τὴν ὁριστικὴ διάγνωση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου, ὥστε αὐτὴ νὰ εἶναι κατὰ τὸ δυνατὸν ἀμερόληπτη καὶ ἀνεπηρέαστη. 

17) Σύμφωνα μὲ ὅλα τὰ παραπάνω, ἡ δωρεὰ ὀργάνων ἀπὸ ἐγκεφαλικὰ νεκροὺς δότες καθὼς καὶ ἡ νηφάλια καὶ συνειδητὴ ἀπόφαση ὑγιοῦς ἀνθρώπου νὰ προσφέρει κάποιο ὄργανό του σὲ πάσχοντα συνάνθρωπο, ὡς πράξεις φιλαλληλίας καὶ ἀγάπης, εἶναι σύμφωνες μὲ τὴ διδασκαλία καὶ τὸ φρόνημα τῆς ᾿Εκκλησίας μας.

στ. Περὶ συνειδητῆς καὶ εἰκαζομένης συναινέσεως

18) Ἡ δωρεὰ προϋποθέτει τὴ «συνειδητὴ συναίνεση» τοῦ δότη σ᾿ αὐτὸ ποὺ κάνει. Κάθε τι ποὺ «εἰκάζει» τὴ βούλησή του ἀποτελεῖ παρέμβαση στὸ αὐτεξούσιο καὶ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει ἀποδεκτό.

19) ῾Η «συνειδητὴ συναίνεση» ἀποτελεῖ πράξη αὐταπάρνησης, καὶ ἀγάπης, ποὺ συνδέει τὸ δωρητὴ μὲ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου του, ποὺ ἐπισυμβαίνει μὲ τρόπο τραγικὸ καὶ σὲ σχετικὰ νεαρὴ ἡλικία. Ἐπίσης, ἐνέχει τὶς ἀρετὲς τῆς ἀνιδιοτέλειας, τῆς ἄρνησης τῶν φυσικῶν δικαιωμάτων, τῆς ἐμπιστοσύνης καὶ τοῦ ἐνδιαφέροντος γιὰ τοὺς ἄλλους, τῆς αὐτοπροσφορᾶς καὶ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὸ φρόνημα τῆς φιλοζωίας.

20) Ἡ ᾿Εκκλησία, ἀσκώντας τὴν μεταμοσχευτικὴ ποιμαντική της, ἴσως ἐξασφαλίσει ἕναν ἀριθμὸ μοσχευμάτων καὶ συντελέσει ἔτσι στὴν ἐπιβίωση ἀντίστοιχων ἀνθρώπων (ἀνάλογα μὲ τὸ ποσοστὸ ἐπιτυχίας τῶν μεταμοσχευτικῶν ἐπεμβάσεων). Μὲ τὴν προϋπόθεση ὅμως τῆς συνειδητῆς συναινέσεως, αὐτοὶ ποὺ πνευματικὰ καλλιεργοῦνται εἶναι πολλοὶ περισσότεροι -ὅσοι ἔχουν συνειδητὰ δώσει τὴν συναίνεσή τους. Ἀπὸ αὐτοὺς θὰ προέλθουν οἱ ὁπωσδήποτε λιγότεροι δότες. ῾Η ᾿Εκκλησία δὲν εἶναι στραμμένη μόνο στοὺς πραγματικοὺς ἀλλὰ καὶ στοὺς δυνητικοὺς δότες. 

῾Ο δότης μπορεῖ μὲν νὰ ὠφελεῖ μὲ τὴν προσφορά του, ὠφελεῖται ὅμως κυρίως μὲ τὴν πράξη τῆς συναίνεσής του. Σώζει βιολογικὰ μὲν τὸν λήπτη πνευματικὰ δὲ τὸν ἑαυτό του.

21) ῾Η συναίνεση δὲν εἶναι κάτι δευτερεῦον ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἐπισκιασθεῖ ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη πράξη (π.χ. ἀπογραφή, ἔκδοση ταυτότητος κ.τ.λ.). Θὰ πρέπει ἡ δήλωσή της νὰ εἶναι ἐλευθέρα καὶ ἀπόλυτα συνειδητή, καρπὸς ὥριμης σκέψης. Γι᾿ αὐτό, καλὸ θὰ ἦταν νὰ διατυπώνεται ἐντελῶς ἀνεξάρτητα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη κοινωνικὴ πράξη καὶ μὲ τὴν προϋπόθεση τῆς σωστῆς καὶ ἀβίαστης ἐνημερώσεως.

ζ. Περὶ συγγενικῆς συναινέσεως

22) ῾Η ᾿Εκκλησία ὑπὸ ὅρους καὶ κατ' οἰκονομία, μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς ἱερότητος τῶν συγγενικῶν δεσμῶν καὶ τῆς ἐπιδιωκόμενης καλλιέργειας τῶν σχέσεων κοινωνίας, θὰ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ καὶ τὴν ὑποκατάσταση τῆς βουλήσεως τοῦ δότη ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς, βέβαια μὲ τὸ δεδομένο ὅτι αὐτὴ δὲν ἀντιτίθεται πρὸς τὴ δική του. ῾Η πρόνοια γιὰ τοὺς οἰκείους ἀποτελεῖ ἔκφραση πίστεως (Α´ Τιμ. ε´ 8), οἱ δὲ ἐγγενεῖς ὑποχρεώσεις ἀπέναντί τους ἀπόδειξη ἱερῶν συγγενικῶν δικαιωμάτων.

Γιὰ τοὺς συγγενεῖς ἡ ζωὴ τοῦ δότη καὶ ἡ τιμὴ τοῦ σώματός του ἴσως νὰ ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία ἀπ᾿ ὅ,τι γιὰ τὸν ἴδιο. Μὲ δεδομένη τὴν ἀγάπη, ἡ ἀπόφαση τῆς δωρεᾶς τοῦ σώματος τοῦ ἄλλου ἴσως νὰ εἶναι καὶ δυσκολότερη ἀπὸ αὐτὴν τῆς δωρεᾶς τοῦ δικοῦ μας σώματος. ῾Υπ᾿ αὐτὴν τὴν ἔννοια, ὁ πραγματικὸς δότης εἶναι οἱ συγγενεῖς.

23) Ἐπειδὴ στὴν κοινωνία καὶ ἐποχή μας τὰ πάσης φύσεως συμφέροντα, ἰδίως τὰ οἰκονομικά, συχνὰ παρεμβάλλονται μὲ βέβηλο τρόπο ἀκόμη καὶ στὶς ἱερότερες τῶν σχέσεων, ὁ νόμος θὰ πρέπει νὰ προνοεῖ γιὰ τὴν ἀποφυγὴ κάθε ὑποψίας ἐμπορευματοποίησης τῶν μοσχευμάτων ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς.

24) Εὐχῆς ἔργον θὰ ἦταν, κατὰ τὴν ὁποιαδήποτε διαδικασία ἐνυπογράφου συναινέσεως, νὰ μποροῦσε ὁ δότης νὰ ἐκχωρήσει ἐκ τῶν προτέρων τὸ δικαίωμα διαθέσεως τοῦ σώματός του στοὺς συγγενεῖς του.

η. Οἱ ἐπιφυλάξεις τῆς ᾿Εκκλησίας

25) ᾿Επειδὴ ἡ ἐξέλιξη τῶν ἐπιστημῶν ἐπικοινωνίας καὶ πληροφορικῆς (διαδίκτυο, τήρηση μηχανογραφικῶν ἀρχείων μὲ εὐρύτατο φάσμα δεδομένων καὶ περιορισμένη δυνατότητα ἐλέγχου κ.ἄ.) ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ ἡ πνευματικὴ πενία τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν ἀφ᾿ ἑτέρου εἶναι δυνατὸν νὰ ὁδηγήσουν σὲ κακοποίηση, ἐκμετάλλευση ἢ καὶ θυσία τῶν μεταμοσχεύσεων στὸν βωμὸ τῶν μεγάλων οἰκονομικῶν συμφερόντων, ἡ ᾿Εκκλησία ὀφείλει νὰ προστατεύσει τὸ θεσμό, τὴν πράξη καὶ τὰ ἐμπλεκόμενα πρόσωπα ἀπὸ ἐνδεχόμενη βεβήλωση (βεβιασμένη διάγνωση ἢ προχειρότητα στὴν τήρηση τῶν κριτηρίων τοῦ ἐγκεφαλικοῦ θανάτου, ἐμπορευματοποίηση ἢ συναλλαγή οἱασδήποτε φύσεως σχετικὰ μὲ τὴν προσφορὰ ὀργάνων, ἐπιλογὴ ληπτῶν ἐπὶ τῆ βάσει ρατσιστικῶν κριτηρίων, παραβιάσεις τῶν καταστάσεων ἀναμονῆς, κ.λπ.). 

26) Πρὸς ἀποφυγὴν τῶν παραβιάσεων τῶν καταστάσεων ἀναμονῆς, πρέπει νὰ γίνει ἀρχεῖο ἐγγραφῆς δοτῶν ἐπὶ μηχανογραφικῆς βάσεως, τὸ ὁποῖο νὰ ἐλέγχεται ἀπὸ κεντρικὸ ἀδιάβλητο μηχανισμό.

27) ᾿Ενῶ ἡ διεθνὴς καὶ ἑλληνικὴ νομοθεσία, γιὰ νὰ προστατεύσει τὶς μεταμοσχεύσεις ἀπὸ τὴν ἀπειλὴ τῆς ἐμπορικῆς συναλλαγῆς, ἐπιβάλλει τὴν ἀνωνυμία τοῦ λήπτη καὶ τοῦ δότη καὶ ἀπαγορεύει τὴ δωρεὰ ὀργάνου σὲ προκαθορισμένο ἀπὸ τὸ δότη φιλικὸ ἢ συγγενικὸ πρόσωπο (ἐξαίρεση οἱ μεταμοσχεύσεις νεφρῶν ἀπὸ ζῶντα δότη), κάτι τέτοιο δὲν ἀντιτίθεται κατ᾿ ἀνάγκην στὴν ἠθικὴ τῆς ᾿Ορθοδόξου Χριστιανικῆς ᾿Εκκλησίας.

28) ῾Η ᾿Εκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ συγκατατεθεῖ στὴν ἀφαίρεση ὀργάνων ἀπὸ βρέφη μὲ συγγενῆ ἀνεγκεφαλία. Τέτοιοι δότες εἶναι πολλοὶ σπάνιοι, πράγμα ποὺ περιορίζει τὶς ἐλπίδες τῶν ληπτῶν-βρεφῶν. Παρὰ ταῦτα τὰ ἀνεγκέφαλα βρέφη ἐπειδὴ δὲν στεροῦνται στελέχους δὲν εἶναι ἐγκεφαλικῶς νεκρὰ καὶ ἐπειδὴ στεροῦνται συνειδήσεως δὲν ἔχουν τὴ δυνατότητα τῆς συναινέσεως -καὶ φυσικὰ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὴν εἰκάσει. Αὐτὸ δημιουργεῖ νομικὸ κώλυμα στὴν ἀφαίρεση ὀργάνων. ᾿Επὶ πλέον, ἡ κοινωνία πρέπει νὰ ἀρνηθεῖ κάθε ὠφελιμιστικὴ θεώρηση αὐτῶν τῶν βρεφῶν. ῾Η ἀνάγκη σεβασμοῦ πρὸς αὐτὰ δὲν ἀφήνει περιθώρια ὥστε τὸ πέρασμά τους ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο νὰ εἶναι ἐντελῶς χρηστικό. 

29) Σχετικὰ μὲ τὸ ἐνδεχόμενο χρήσης τεχνητῶν ὀργάνων ἢ καὶ ξενομοσχευμάτων (γενετικὰ ἐπεξεργασμένων μοσχευμάτων ἀπὸ ζῶα), ὅπως καὶ προϊόντων κλωνοποίησης, ἐπειδὴ ἡ ἔρευνα δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσει σαφῆ ἐπὶ τοῦ παρόντος ἀποτέλεσματα καὶ ἡ πορεία της δὲν εἶναι εὐκρινής, ἡ ᾿Επιτροπὴ Βιοηθικῆς ἐπιφυλάσσεται νὰ παρουσιάσει ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ τὶς θέσεις καὶ ἀπόψεις της ἐπ' αὐτοῦ.

30) ῾Υπάρχει ὁ κίνδυνος, στὸ ἄμεσο μέλλον, μὲ τὴν χαλαρὴ διεθνῶς ἠθικὴ ἀπέναντι στὴν εὐθανασία καὶ τὴν τάση νομοθετικῆς κατοχυρώσεώς της, οἱ μεταμοσχεύσεις νὰ συνδυασθοῦν μὲ τὴν εὐθανασία. ῎Ετσι, ἄτομα ποὺ θὰ ἐπιλέγουν αὐτὸν τὸν τρόπο τερματισμοῦ τῆς ζωῆς τους ἐνδεχομένως θὰ καθίστανται καὶ δωρητὲς ὀργάνων. Αὐτὸς εἶναι ἕνας ἐπὶ πλέον λόγος ποὺ ἡ νομοθεσία τῶν μεταμοσχεύσεων θὰ πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ διαθέτει ὑψηλὸ ἰδεολογικὸ ὑπόβαθρο.

θ. Κριτικὴ τοῦ νέου νόμου περὶ μεταμοσχεύσεων

᾿Ενῶ ἡ ᾿Εκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἰδέα τῶν μεταμοσχεύσεων, ἀδυνατεῖ νὰ συμφωνήσει μὲ τὴν πρόσφατη νομοθετικὴ κατοχύρωσή τους στὴ χώρα μας, ἡ ὁποία κυριαρχεῖται ἀπὸ χρησιμοθηρικὴ ἀντίληψη καὶ στενὸ ὀρθολογισμό. ῾Ο μόνος τρόπος προστασίας τῆς ἠθικῆς καὶ πρακτικῆς τῶν μεταμοσχεύσεων ἀπὸ τὸ ἐνδεχόμενο κακοποιήσεώς της εἶναι ἡ σχετικὴ νομοθεσία νὰ εἶναι σαφής, μελετημένη, ἰδεολογικὴ καὶ ὄχι χρησιμοθηρική. 

31) Στὸν προσφάτως ψηφισθέντα νόμο, ὁ νομοθέτης ἑρμηνεύει τὴ «μὴ ἄρνηση» τῶν συγγενῶν ὡς συναίνεση τοῦ δότη (῎Αρθρ. 12, παρ. 4). Τὰ ὄργανα ἀφαιροῦνται ὄχι ὅταν συναινοῦν, ἀλλὰ ὅταν «δὲν ἀντιτίθενται» οἱ συγγενεῖς. Οἱ μεταμοσχεύσεις δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ στηριχθοῦν σὲ μιὰ «μὴ ἄρνηση», καὶ μάλιστα τῶν συγγενῶν, τὴν στιγμὴ ποὺ ὅλοι ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴ συγκατάθεση, καὶ μάλιστα τοῦ δότη.

32) Στὴν περίπτωση αὐτή, ἡ ἔλλειψη ἢ ἡ μὴ ἐξεύρεση συγγενῶν θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἑρμηνευθεῖ ὡς «μὴ ἄρνηση». Συνεπῶς, κάθε ἐγκεφαλικὰ νεκρὸς ἀλλοδαπός, λαθρομετανάστης, ἄγνωστος καὶ ἐγκαταλελειμμένος, ἀθίγγανος κ.τ.λ., -ὁ ἀριθμὸς τῶν ὁποίων δὲν εἶναι καθόλου εὐκαταφρόνητος, καὶ τῶν ὁποίων οἱ συγγενεῖς εἴτε δὲν βρίσκονται στὴν ῾Ελλάδα, εἴτε δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀνευρεθοῦν- ἢ ὅποιος βρεθεῖ μόνος στὸ νοσοκομεῖο μετὰ ἀπὸ τροχαῖο ἀτύχημα ποὺ δὲν ἔχει γίνει ἀμέσως ἀντιληπτὸ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του θὰ θεωρεῖται αὐτομάτως δότης. Θὰ πρέπει ἄραγε στὴ δυστυχία τῆς μοναξιᾶς τους νὰ προσθέσουμε καὶ τὴν αὐθαίρετη ἀφαίρεση τῶν ὀργάνων τους; ῾Ο νόμος τῆς «μὴ ἄρνησης» λοιπὸν ἀποτελεῖ ἐκβιασμὸ τῆς συνειδήσεως.

33) ῾Η «συναίνεση» δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴ «μὴ ἄρνηση». Τὸ «δίνω κάτι δικό μου» εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ «μοῦ παίρνουν κάτι ποὺ μοῦ ἀνήκει». Στὴ δεύτερη περίπτωση ἡ βούληση τῆς πολιτείας καὶ κοινωνίας ὑποκαθιστᾶ ὡς ἀγαθὸ τὴν ἔκφραση τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας.

34) Τὸ κράτος δὲν ἔχει κανένα δικαίωμα εἰσχωρήσεως στὴν ἰδιωτικὴ σφαῖρα τῆς ζωῆς τῶν πολιτῶν. Μία τέτοια ἐνέργεια ἀντιβαίνει στὰ ἄρθρα 2, παρ. 1 (περὶ τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς προστασίας τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας) καὶ 5, παρ. 1 (περὶ τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀτόμου) τοῦ συντάγματος.

35) Δὲν μπορεῖ ἐπίσης νὰ ὑποχρεώνει τὸν πολίτη νὰ ἐκφέρει γνώμη χωρὶς νὰ κατοχυρώνει τὸ δικαίωμά του νὰ μὴν ἐκφέρει. Ποιὲς οἱ ἐπιπτώσεις ἂν ὁ πολίτης ἀρνηθεῖ νὰ ἐκφράσει τὴ βούλησή του;

36) ῾Η ὑποκατάσταση τοῦ ὅρου «ἐγκεφαλικὸς θάνατος» μὲ τὸ «νέκρωση τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους» θεωρεῖται ἰατρικὰ ἀμφιλεγόμενη καὶ ἰδεολογικὰ ὕποπτη. Ἡ διαπίστωση τῆς παύσης τῶν λειτουργιῶν ὄχι μόνο τοῦ ἐγκεφαλικοῦ στελέχους ἀλλὰ καὶ τοῦ φλοιοῦ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀνεπίστρεπτη παύση ὅλων τῶν ἐγκεφαλικῶν λειτουργιῶν καὶ γι' αὐτὸ εἶναι ἐπιβεβλημένη.

37) ῾Η διὰ νόμου ὑποχρεωτικὴ διακοπὴ τῆς μηχανικῆς ὑποστήριξης τῆς ἀναπνευστικῆς λειτουργίας σὲ περίπτωση ἐγκεφαλικὰ νεκροῦ ἀτόμου ποὺ δὲν εἶναι δότης (῎Αρθρ. 12, παρ. 6) εἶναι πνευματικὰ καὶ ἠθικὰ ἀντιδεοντολογική. ῾Ο νόμος πρέπει νὰ κατοχυρώνει τὸν γιατρὸ πού, γιὰ λόγους συνειδήσεως, δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ διακόψει τὸν μηχανικὸ ἀερισμὸ καὶ φυσικὰ ὄχι νὰ τὸν τιμωρεῖ (῎Αρθρ. 20, παρ. 1).

38) ῾Η δυσκολία τῶν συγγενῶν νὰ συναινέσουν στὴ δωρεὰ τοῦ σώματος, ποὺ ὀφείλεται σὲ προσωπικοὺς, συναισθηματικοὺς ἢ καὶ φιλοσοφικοὺς λόγους, πρέπει νὰ γίνεται ἀπόλυτα σεβαστὴ καὶ ὄχι νὰ ἀντιμετωπίζεται ἐκβιαστικὰ μὲ τὴν ἀπειλὴ τῆς διακοπῆς τῆς μηχανικῆς ὑποστήριξης (῎Αρθρ. 12, παρ. 6).

ι. Ποιμαντικὲς δυνατότητες τῆς ᾿Εκκλησίας

39) Μὲ βάση τὶς παραπάνω ἀρχές, ἡ ᾿Εκκλησία ὀφείλει νὰ ἀγωνισθεῖ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῶν ἀρχῶν της, τὸ θετικὸ ἐπηρεασμὸ τῆς μεταμοσχευτικῆς πολιτικῆς καὶ νὰ δημιουργήσει ἡ ἴδια μιὰ μεταμοσχευτικὴ πνευματικὴ παράδοση προσανατολισμένη πρὸς τὶς πνευματικὲς ἀνάγκες προσφορᾶς αἰσθημάτων τοῦ δότη. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἡ ἐξεύρεση μοσχευμάτων καὶ ἡ προώθηση τῶν μεταμοσχεύσεων δὲν θὰ ἀποτελεῖ ἐπιδιωκόμενο σκοπὸ ἀλλὰ φυσικὸ ἀποτέλεσμα.

40) Ἡ ᾿Εκκλησία μπορεῖ νὰ ὀργανώσει προγράμματα ἀγωγῆς δοτῶν μὲ σκοπὸ τὴν καλλιέργεια σημαντικῶν ἀρετῶν μεταξὺ τῶν πιστῶν της (μνήμη θανάτου, αὐτοπροσφορά, θυσιαστικὸ φρόνημα κ.τ.λ.). Ἔτσι, θὰ δίνει τὴ μαρτυρία τοῦ ἤθους της στὴ σύγχρονη κοινωνία μὲ ἕνα ἐντελῶς σύγχρονο τρόπο.

41) ῾Η ᾿Εκκλησία οὔτε τὴν ἀλήθεια θυσιάζει οὔτε τὸ πρόσωπο ὑποδουλώνει. ῍Αν κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ γίνει δωρητὴς τὸν εὐλογεῖּ ἂν δυσκολεύεται τὸν κατανοεῖ. Αὐτὴ εἶναι ἡ προστασία τοῦ προσώπου. Τὸ πνεῦμά της δὲν ὑποτάσσεται στὴν ἀνάγκη τῶν μεταμοσχεύσεων, ἀλλὰ ὑπηρετεῖ τὸ σεβασμὸ τοῦ προσώπου. Κυρίως τοῦ προσώπου ὡς δότου.

42) Ἐπίσης, σέβεται καὶ πλήρως κατανοεῖ τὴν φυσικὴ ἐπιθυμία τῶν ἀσθενῶν ἐκείνων οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ λήψη τῶν μοσχευμάτων ἐπιθυμοῦν νὰ παρατείνουν τὸ χρόνο τῆς βιολογικῆς τους ζωῆς, καθὼς πιστεύει ὅτι τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ συντελέσει στὴν πνευματική τους ὁλοκλήρωση καὶ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τῆς ὕπαρξής τους.

43) Λόγῳ τοῦ πνευματικοῦ μεγέθους ποὺ ἐνέχει ἡ πράξη τῆς δωρεᾶς σώματος, πρὶν αὐτὸ συμβεῖ, καλὸ θὰ ἦταν ὁ ἱερεὺς τοῦ νοσοκομείου νὰ διαβάσει μιὰ κατάλληλη εὐχὴ ἢ νὰ τελέσει κάποια ἁγιαστικὴ πράξη (χρίση δι᾿ ἐλαίου, σταύρωμα κ.τ.λ.).

44) Σχετικὴ ἀγωγὴ πνευματικοῦ προσανατολισμοῦ θὰ μποροῦσε νὰ γίνει καὶ γιὰ τὴν καλλιέργεια καὶ προετοιμασία τοῦ λήπτη, ὥστε νὰ μὴν νοιώθει μόνον ὡς ὁ εὐνοημένος ἀποδέκτης ἑνὸς μοσχεύματος, ἀλλὰ ὡς εὐλογημένος δέκτης τῆς ἀγάπης κάποιου ἄγνωστου συνανθρώπου καὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.

45) Συμπερασματικά, ἡ ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς δότες, τοὺς λῆπτες καὶ τοὺς γιατρούς πρέπει νὰ εἶναι τέτοια, ὥστε μέσα ἀπὸ ὅλους αὐτοὺς τοὺς τρόπους νὰ δοξάζεται ὁ Θεός, νὰ ὁλοκληρώνονται πνευματικὰ οἱ ἄνθρωποι και ἡ ἀσθένεια ἢ παράταση ζωῆς νὰ ἀποτελέσουν προϋπόθεση ἐκπλήρωσης τοῦ βαθύτερου σκοποῦ τῆς δημιουργίας τους.

ια. Προτεινόμενη τακτικὴ τῆς ᾿Εκκλησίας

46) Εἶναι κοινὴ πεποίθηση ὅτι ὁ λόγος καὶ ὁ ρόλος τῆς ᾿Εκκλησίας μας στὴν πορεία τῶν μεταμοσχεύσεων στὴν ῾Ελλάδα εἶναι κεντρικός. Οἱ μεταμοσχεύσεις εἶναι ἴσως ἕνα ἀπὸ τὰ λίγα θέματα στὰ ὁποῖα ἡ πολιτεία ἔχει τὴν ἄμεση ἀνάγκη τῆς ᾿Εκκλησίας. Αὐτὸ δημιουργεῖ στὴν ᾿Εκκλησία οὐσιαστικὰ δικαιώματα καὶ μεγάλες ὑποχρεώσεις.

47) Δεδομένου ὅτι οἱ μεταμοσχεύσεις εὔκολα μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν σὲ κατάχρηση καὶ παραβίαση θεμελειωδῶν ἠθικῶν ἀρχῶν καὶ ἀξιῶν καὶ ὑπάρχει τεράστια διαφορὰ ἤθους καὶ προσεγγίσεως μεταξὺ κοσμικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἀντιλήψεως τοῦ θέματος, ἡ ᾿Εκκλησία πρέπει νὰ εἶναι πολὺ προσεκτικὴ στὶς ἐνέργειές της καὶ φειδωλὴ στὰ λόγια της. 

48) Στὴν συνεργασία της μὲ τὴν πολιτεία, ἡ ᾿Εκκλησία θέτει σαφεῖς ὅρους, ὥστε νὰ μὴ χρεωθεῖ κοσμικὲς ἀποφάσεις καὶ ἐνέργειες ποὺ πιθανῶς θὰ γίνουν μὲ ἐντελῶς διαφορετικὸ πνεῦμα καὶ σκοπό. Τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ὀργανώσει ἡμέρα δότου ἢ ἐκστρατείας ὑποστήριξης τῶν μεταμοσχεύσεων, μὲ σκοπὸ τὴ συγκέντρωση τοῦ μεγαλύτερου δυνατοῦ ἀριθμοῦ μοσχευμάτων θὰ τὸ ἀποφασίσει μόνον, ἀφοῦ ὑπάρχουν σαφῆ ἐχέγγυα σεβασμοῦ τῶν ἀρχῶν καὶ ὅρων της.

49) ῾Η ἀπουσία ἐπίσημης ἐκκλησιαστικῆς τοποθετήσεως στὸ θέμα ὁδήγησε σὲ αὐθαίρετη εἴτε ἀποδοχὴ εἴτε ἀπόρριψη τῶν μεταμοσχεύσεων ἀπὸ συγκεκριμένα ἁρμόδια ἢ ἀναρμόδια ἐκκλησιαστικὰ πρόσωπα. Αὐτὸ ἔχει προκαλέσει σύγχυση, ἐνίοτε δὲ καὶ διχασμό, μεταξὺ τῶν πιστῶν καὶ τοῦ θεολογικοῦ κόσμου.

Στὴν παροῦσα φάση, ἡ ᾿Εκκλησία μὲ σαφήνεια ἀλλὰ σὲ χαμηλοὺς τόνους διακηρύττει ὅτι θὰ μποροῦσε, μέσα στὰ πλαίσια τῶν προαναφερθεισῶν θεολογικῶν ἀρχῶν, νὰ δεχθεῖ τὴν ἰδέα τῶν μεταμοσχεύσεων καὶ ὅτι μέσα ἀπὸ αὐτὲς θὰ τῆς ἦταν δυνατὸν νὰ ἀσκήσει τὴν ποιμαντικὴ καὶ νὰ διοχετεύσει τὸ πνεῦμα καὶ τὸ ἦθος της.

Στὴ συνέχεια, θὰ προκαλέσει διάλογο καὶ εὐκαιρίες ἐνημέρωσης μέσα στοὺς κόλπους της (σεμινάρια πνευματικῶν, ὁμιλίες κ.τ.λ.), θὰ προσπαθήσει νὰ καλλιεργήσει πνεῦμα κατανοήσεως, συμφωνίας καὶ εὐρείας ἀποδοχῆς τῶν βασικῶν θεολογικῶν θέσεών της μεταξὺ τοῦ σώματος τῶν πιστῶν, ὥστε νὰ ἐξαλειφθεῖ κάθε ἀδικαιολόγητος ἀρνητισμός.

Τρίτο βῆμα θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἡ ἔκδοση καὶ κυκλοφορία ἐνημερωτικῶν καὶ ἐπεξηγηματικῶν τῶν ἀπόψεών της φυλλαδίων ἢ καὶ ἡ διοργάνωση μεγάλης ἀνοιχτῆς ἡμερίδος διὰ τῆς ὁποίας θὰ διακηρύξει τὶς ἀπόψεις της στὴν κοινωνία μας.

Τελευταία ἐνέργεια θὰ εἶναι ἡ ἔκδοση συνοδικῆς ἐγκυκλίου, ἡ ὁποία θὰ ἐκφράζει τὴν ἐπιτομὴ τῶν ἐκκλησιαστικῶν θέσεων καὶ προτάσεων καὶ θὰ διατυπώνει μὲ σαφήνεια τὸ περίγραμμα καὶ τὴν πρακτικὴ τοῦ Ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ ἤθους στὸ θέμα τῶν μεταμοσχεύσεων.

50) Σχετικὰ μὲ τὸ νέο νόμο, ἡ ᾿Εκκλησία διαχωρίζει τὴ θέση της, δίχως ἐμπάθεια ἀλλὰ μὲ σύνεση καὶ σαφήνεια, ὥστε οὔτε τὴν ὑπόθεση τῶν μεταμοσχεύσεων νὰ βλάψει οὔτε τὴ βαρύτητα τῶν ἀπόψεών της νὰ ὑποβιβάσει. Παράλληλα ἔχει δημοσιοποιήσει τὶς ἀπόψεις της στὰ σημεῖα ποὺ διατηρεῖ τὶς ἐπιφυλάξεις καὶ ἔχει τὶς ἀντιρρήσεις της. ᾿Επίσης, ἔχει ἑτοιμότητα γιὰ ἄμεσες νομικὲς παρεμβάσεις καὶ θὰ ζητήσει τροπολογίες καὶ νομοθετικὲς βελτιώσεις, τέτοιες ποὺ θὰ διασφαλίζουν τὶς ἀρχὲς τῆς λογικῆς της καὶ θὰ ἐπιτρέπουν τὴν οὐσιαστικὴ συμπαράστασή της.

51) ᾿Απαραίτητος ὅρος συνεργασίας μὲ τὴν πολιτεία εἶναι ἡ τελευταία νὰ κατανοήσει ὅτι εἶναι ἐπιφορτισμένη μὲ τὴν τεράστια ὑποχρέωση νὰ προστατεύσει τὶς μεταμοσχεύσεις νομοθετικὰ καὶ πρακτικὰ ἀπὸ κάθε μορφῆς ἀσυνειδησία, χρησιμοθηρία ἢ καὶ χρηματικὴ ἐκμετάλλευση καὶ νὰ ἐξασφαλίσει τὴν ἐπιστημονικὴ ἀρτιότητα, ἐνημέρωση καὶ κατάρτιση τῶν ἁρμοδίων ἰατρῶν καὶ φορέων. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ὁ δότης δὲν καταντάει θῦμα ποταπῶν συμφερόντων, ἀσεβείας ἢ ἐπιστημονικῆς ἐπιπολαιότητος καὶ ἀγνοίας.

52) ᾿Επὶ πλέον, ἡ ἰατρικὴ κοινότητα καὶ ἡ πολιτεία ὀφείλουν νὰ βοηθήσουν στὴν ἐπιβολὴ καὶ νομοθετικὴ κατοχύρωση τῶν ἀκριβεστέρων κριτηρίων τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου», ἡ πιστὴ τήρηση τῶν ὁποίων αὐστηρῶς νὰ ἐλέγχεται.

53) ᾿Επίσης, εἶναι ἀναγκαία ἡ ἵδρυση σοβαρῶν καὶ ἀξιοπίστων μεταμοσχευτικῶν κέντρων τὰ ὁποῖα νὰ διαθέτουν τὴν κατάλληλη ἐπιστημονικὴ καὶ τεχνολογικὴ ὑποδομὴ, ὥστε ἡ λήψη τῶν ὀργάνων τοῦ δότη καὶ ἡ ἐν συνεχείᾳ μεταμόσχευσή τους στὸν κατάλληλο λήπτη νὰ γίνεται μὲ τὰ ὑψηλότερα ποσοστὰ ἐπιτυχίας καὶ τὶς λιγότερες ἀπώλειες.

54) Ἡ ᾿Εκκλησία θὰ ἐπιμεληθεῖ τὴ συμμετοχή της δι' ἐκπροσώπων της σὲ ἐπιστημονικὰ ἰατρικὰ συνέδρια σχετικὰ μὲ τὶς μεταμοσχεύσεις, ὥστε καὶ τὴ γνώση της νὰ ἀνανεώνει καὶ τὶς ἀρχές της νὰ προβάλλει.

55) Τέλος, ὁ ρόλος καὶ ἡ ἐκπροσώπησή της στὸ ᾿Εθνικὸ Συμβούλιο Μεταμοσχεύσεων -ἐφ' ὅσον αὐτὸ συνεχίσει νὰ ὑφίσταται- καὶ στὸν ὑπὸ σύστασιν ᾿Εθνικὸ ᾿Οργανισμὸ Μεταμοσχεύσεων (Ε.Ο.Μ.) πρέπει νὰ εἶναι κεντρικὸς καὶ παρεμβατικὸς καὶ ὄχι εἰκονικὸς καὶ δευτερεύων. Σκοπός της εἶναι τὰ μεταμοσχευτικὰ κέντρα νὰ λειτουργοῦν κατὰ τὸ δυνατὸν ἐπὶ τῆ βάσει τῶν ἰδικῶν της ἀρχῶν σεβασμοῦ, ἐλευθερίας καὶ ἀγάπης τοῦ προσώπου.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ιωάννου Γενναδίου 14 (115 21)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ



ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΓΟΝΙΔΙΩΜΑΤΟΣ
Ευρωκοινοβούλιο, Βρυξέλλες

( 9-10.7.2001)

 

῾Η ῾Ιερὰ Σύνοδος τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς ῾Ελλάδος ὑποδέχεται μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ τὴ μεγαλύτερη καὶ οὐσιαστικότερη ἴσως ἀνακάλυψη τῆς ἀνθρώπινης ἐπιστήμης καὶ τεχνολογίας· τὴν ἀποκωδικοποίηση τοῦ ἀνθρώπινου γονιδιώματος.

Κάθε τι ποὺ ἀποτελεῖ ἀνθρώπινη κατάκτηση στὸ γνωστικὸ πεδίο ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία τὸ ἀγκαλιάζει μὲ ἰδιαίτερη συμπάθεια, ἰδίως ὅταν αὐτὸ συνδέεται μὲ τὴν πρόοδο τῆς ὑγείας, τὴν ἀνακούφιση τοῦ πόνου, τὴν ἐλπίδα γιὰ βελτίωση τῆς ζωῆς. ῾Η ᾿Εκκλησία θαυμάζει τὸ ἐπίτευγμα, ἐπικροτεῖ τὴν κατάκτηση τῆς νέας γνώσεως, ἀνακουφίζεται φιλάνθρωπα ἀπὸ τὴν προσδοκία μιᾶς ἐπαναστάσεως στὴ διαγνωστική, προληπτικὴ καὶ θεραπευτικὴ ἰατρική.

Παρὰ ταῦτα, ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία αἰσθάνεται περισσότερο τὴν πνευματική της ὑποχρέωση νὰ προστατεύσει τὸν ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ὅσο τὴν κοινωνική της ἀποστολὴ νὰ ἐξασφαλίσει ἕνα καλύτερο ἐπίγειο μέλλον στὴν ἀνθρωπότητα. ᾿Αντιλαμβανόμαστε ὅτι παράλληλα μὲ τὶς μεγάλες ὑποσχέσεις, ἡ γενετικὴ ἐπανάσταση ἐμπερικλείει καὶ τοὺς κινδύνους ποὺ ἑδράζονται στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ γνώση μας εἶναι λιγότερη τῆς ἄγνοιας, ἡ σύνεση πιό σπάνια ἀπὸ τὴν ἀλόγιστη ἐπιθυμία καὶ οἱ ἀξίες ἀσθενέστερες ἀπὸ τὰ συμφέροντα. Συνεπῶς ὅταν ἡ ἐπιστημονικὴ ἀνακάλυψη δὲν συνδυάζεται μὲ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ συνοδεύεται ἀπὸ ἀλαζονεία, προωθεῖται ἀπὸ οἰκονομικὰ συμφέροντα καὶ ὑπηρετεῖ ἐγωιστικὲς προοπτικές, τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐπιστήμης μπορεῖ νὰ ἀποδειχθοῦν ἐπιβλαβῆ γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἐπιστημονικὴ γνώση μας δὲν εἶναι ἐπαρκὴς δικαιολογεῖ τὴν ἀδυναμία μας νὰ προεκτιμήσουμε ἀκριβῶς τὶς συνέπειες τῶν ἐπιτευγμάτων μας. Τὰ σφάλματα στὴν ἐκτίμηση τοῦ χρονοδιαγράμματος τοῦ ὅλου ἐγχειρήματος, στὸν προσδιορισμὸ τοῦ ἀκριβοῦς ἀριθμοῦ τῶν γονιδίων, στὴν κατανόηση τῶν μηχανισμῶν καὶ τῆς ἀποτελεσματικότητος τῆς γονιδιακῆς θεραπείας δικαιολογοῦν καὶ λάθος ἐκτιμήσεις στοὺς ἐπιφαινόμενους κινδύνους τῆς βιολογικῆς μας ὑπόστασης, τῶν κοινωνικῶν ἰσορροπιῶν, τῆς διατήρησης τῶν ἠθικῶν παραμέτρων.

῾Η ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία κατανοεῖ αὐτὴν τὴν ἀδυναμία καὶ μὲ σύνεση καὶ αἴσθημα εὐθύνης παρακολουθεῖ τὶς ἐξελίξεις καὶ ἐφιστᾶ τὴν προσοχὴ ὅλων μας, ὥστε μὲ κάθε τρόπο νὰ προστατευθεῖ τὸ ἀνθρώπινο γονιδίωμα ἀπὸ κάθε μορφῆς συμφέροντα, οἰκονομικὴ ἐκμετάλλευση, εὐγονικὸ προσανατολισμό, ἀλαζονικὴ κυριαρχία. Τὸ γονιδίωμα δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ δίνει τὴν ἀξία στὸν ἄνθρωπο οὔτε καὶ τὸ ἐπίτευγμα τῆς ἀποκωδικοποίησής του, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος δίνει ἀξία στὸ γονιδίωμα του.

᾿Απὸ τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ ἠθικὴ δὲν εἶναι μόνον δεσμευτικοὶ κανόνες, νόμοι καὶ ρυθμίσεις· εἶναι κυρίως ἔκφραση τοῦ ὑγιοῦς ἤθους βάσει τοῦ ὁποίου ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀναπτυχθεῖ καὶ νὰ ἐνεργεῖ ἐλεύθερα καὶ αὐτεξούσια. ῾Η ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία δὲν ὑποτάσσει τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση ἐπιβάλλοντας αὐστηρὲς ἐντολὲς καὶ περιοριστικοὺς κανόνες ἢ παρέχοντας συνταγὲς συμπεριφορᾶς. ᾿Αντίθετα ἑρμηνεύει καὶ ἐκφράζει τὴν ἀνθρώπινη συνείδηση σεβόμενη τὶς θεῖες ἀξίες, τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου.

Οἱ δυνατότητες ποὺ παρέχει ἡ γενετικὴ μηχανικὴ φαίνεται πὼς μᾶς φέρνουν πιὸ κοντὰ στὴν εὐγονικὴ ἀπειλή, τὴ ρατσιστικὴ κυριαρχία, τὸν πειραματισμὸ ἐπὶ τῶν ἐμβρύων, τὴν ὑποταγὴ τοῦ αὐτεξουσίου, τὸ ἄγνωστο τῶν συνεπειῶν τοῦ προγραμματισμοῦ τῆς ζωῆς.

Αὐτὸ ποὺ ἀπὸ τώρα θὰ μπορούσαμε γενικὰ νὰ ποῦμε εἶναι ὅτι ἡ εὐθύνη μας κυρίως ἀπέναντι στὶς μέλλουσες γενεές, στὰ δικαιώματα καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀξία καὶ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, τὴν ἐλεύθερη πρόοδο καὶ ἔρευνα καὶ τὴ διατήρηση τῶν κοινωνικῶν ἰσορροπιῶν μᾶς ἐπιβάλλει κατηγορηματικὰ νὰ ἀρνηθοῦμε κάθε κίνηση ὑποβιβασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου σὲ γενετικὴ παράμετρο ἢ ντετερμινιστικὴ μονάδα καὶ κάθε μορφὴ ρατσιστικῆς διάκρισης εὐγονικοῦ χαρακτῆρα. Παράλληλα, μᾶς ὑποχρεώνει νὰ ἐργασθοῦμε ὅλοι μαζὶ γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς προτεραιότητος τοῦ σεβασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἔναντι τῶν ὁποιωνδήποτε ἐρευνητικῶν ἐπιδιώξεων καὶ ἐπιτευγμάτων, γιὰ τὴν ἐμπιστευτικότητα τῶν γενετικῶν πληροφοριῶν καὶ τὴν προστασία τοῦ γονιδιώματος ἀπὸ κάθε κακοποίηση.

᾿Επίσης εἶναι ἀναγκαία ἡ σωστὴ ἐνημέρωση, ἡ σύσταση ἀνεξαρτήτων ᾿Επιτροπῶν Βιοηθικῆς καὶ Δεοντολογίας, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ δέσμευση τῶν κρατῶν νὰ προωθήσουν τὴν ἐκπαίδευση καὶ ἐνημέρωση στὴ Βιοηθικὴ καὶ τὶς συναφεῖς συζητήσεις, οἱ ὁποῖες πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ εἶναι ἀνοικτὲς στὰ ποικίλα θρησκευτικὰ ρεύματα σκέψης.

῾Η ταλάντωση ἀνάμεσα στὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὶς ὑπέρμετρες ἐλπίδες ἀφ᾿ ἑνὸς καὶ τοὺς φόβους καὶ τὶς ἀπειλὲς ἀφ᾿ ἑτέρου ὁδηγεῖ μᾶλλον σὲ ἀκρότητες καὶ ἄδικες γιὰ τὴν ἀλήθεια τοποθετήσεις. ῾Η ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἐπιλέγει τὴ θέση τῆς ἀναμονῆς, τῆς ἑτοιμότητος καὶ τῆς σύνεσης. Κάθε ἐπίτευγμα ἐπιστημονικὸ ἢ τεχνολογικὸ δὲν ἀρκεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς θετικὸ μόνον ἂν προάγει τὴν ὑγεία, ἀλλὰ κυρίως ἂν καλλιεργεῖ τὸν σεβασμὸ στὸν ἄνθρωπο. ῾Η ἀνθρωπότητα σίγουρα θὰ βρεῖ τοὺς μηχανισμοὺς νὰ προστατευθεῖ ἀπὸ τὸ ἐνδεχόμενο μιᾶς βιολογικῆς ἀναστάτωσής της -ἡ σωματικὴ ὑγεία τελικὰ θὰ βελτιωθεῖ. Τὸ ἐρώτημα εἶναι τί μηχανισμοὺς θὰ βρεῖ νὰ ἀμυνθεῖ ἀπὸ τὶς ἀπειλὲς τῶν ψυχο-κοινωνικῶν ἀναστατώσεων. ῾Η ᾿Εκκλησία στὸ ἐρώτημα αὐτὸ προσθέτει καὶ τὸν σκεπτικισμό της γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο ἡ γενετικὴ ἔκρηξη νὰ διαταράξει τὴν ἰσορροπία ψυχῆς καὶ σώματος ἢ νὰ ὁδηγήσει στὸν ἀκρωτηριασμὸ τοῦ αὐτεξουσίου καὶ τῆς αἰώνιας προοπτικῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ὑποβιβασμὸ τῆς θεϊκῆς διάστασής του. Θὰ εἶναι τραγικὴ κατάληξη ἂν τελικὰ γνωρίζουμε τὰ μυστικὰ τοῦ βιολογικοῦ μας γονιδιώματος καὶ ἀγνοοῦμε τὶς βασικὲς λειτουργίες τοῦ πνευματικοῦ δυναμικοῦ μας. ῎Ισως τελικὰ καλύτερη ἀπὸ τὴν γονιδιακὴ θεραπεία εἶναι ἡ γενετικὴ προληπτική.


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ιωάννου Γενναδίου 14 (115 21)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ



Σχόλια και Προτάσεις
επί του Νομοσχεδίου για την
Ιατρική  Υποβοήθηση στην  Ανθρώπινη Αναπαραγωγὴ


(6.11.2002)

 

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

     Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο πραγματεύεται ένα ιδιαίτερα δύσκολο και περίπλοκο θέμα, η γνώση και εμπειρία επί του οποίου είναι πολύ περιορισμένες.  Ο όλος προβληματισμός απαιτεί επιστημονική γνώση, κατανόηση των επί μέρους περιπτώσεων, ώστε αυτές να βοηθηθούν η προληφθούν εγκαίρως, και σαφή προσδιορισμό των ηθικών αρχών επί τη βάσει των οποίων θα γίνει η νομοθετική ρύθμιση.  Δεδομένου μάλιστα ότι η ανάπτυξη και εφαρμογή των αναπαραγωγικών τεχνικών στην κλινική πράξη αποτελεί ένα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο, με μεγάλη όμως δυναμική διαδόσεως, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η κάθε απόφασή μας σχετίζεται και επηρεάζει διαχρονικές διατάξεις και αρχές του οικογενειακού δικαίου και της συναφούς οικογενειακής ηθικής, ενώ εξάλλου δεν μπορεί να παραθεωρηθεί από τον κοινό νομοθέτη η συνταγματική επιταγή (άρθρο 21 παρ. 1 ) για την προστασία από την πολιτεία του θεσμού του γάμου και της οικογένειας.

    Για όλους τους παραπάνω λόγους, η νομοθετική ρύθμιση του εν λόγω θέματος, που είναι οπωσδήποτε επιτακτική, απαιτεί προσοχή, μεθοδικότητα, υπομονή, συνεργασία με επιστημονικούς και κοινωνικούς φορείς, ανοιχτό διάλογο στην επεξεργασία του σχεδίου νόμου και φυσικά επάρκεια χρόνου.

    Είναι οπωσδήποτε επαινετή η προσπάθεια και πρωτοβουλία της Κυβερνήσεως να ρυθμίσει νομοθετικά μια επικρατούσα πλέον κατάσταση, σε έναν τόσο ευαίσθητο χώρο, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για κάτι τέτοιο.  

    Για τους λόγους αυτούς, η  Ιερά Σύνοδος ζήτησε, στις 16.9.2002, λόγω της ιδιαίτερης σπουδαιότητος του συγκεκριμένου νομοσχεδίου.               

   
α) να δοθεί περισσότερος χρόνος επεξεργασίας των λεπτομερειών του,

    β) να υπάρξει κατά το δυνατόν ευρύτερη κάλυψη απόψεων και

    γ) να συζητηθεί στην ολομέλεια της Βουλής.

 

Β. ΘΕΜΑΤΑ ΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

    Το νομοσχέδιο παρουσιάζει μία αναπάντεχη καινοτομία, ονομάζοντας το προεμφυτευτικό έμβρυο «γεννητικό υλικό» (άρθρα 1456, 1459 ΑΚ), το δε  Υπουργείο Δικαιοσύνης, στο Δελτίο Τύπου της 19ης Σεπτεμβρίου 2002, διατείνεται ότι ''ο όρος 'γεννητικό υλικό' που χρησιμοποιείται στο νομοσχέδιο είναι καθιερωμένος στην επιστήμη και αναφέρεται μόνο σε γονιμοποιημένα ωάρια και όχι σε έμβρυα'' (σημείο 6).

    Ο διεθνώς καθιερωμένος επιστημονικά όρος είναι «γενετικό υλικό» (εκ του ρήματος γίγνομαι) και προσδιορίζει το DΝΑ, δηλαδή ένα μακρομόριο, στην δε Αγγλική μεταφράζεται ως genetic material. Είναι αληθές ότι καταχρηστικώς ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ενίοτε για να προσδιορίσει τους γαμέτες (ωάριο και σπερματοζωάριο), ποτέ όμως τον ζυγώτη (αυτός συχνά ονομάζεται γονιμοποιημένο ωάριο) ή πολύ περισσότερο το λεγόμενο προεμφυτευτικό έμβρυο, στο οποίο αναφέρεται το σχέδιο νόμου.

    Ο όρος «γεννητικό υλικό» δεν χρησιμοποιείται σε κανένα νομοθετικό κείμενο στον Ευρωπαϊκό χώρο, εις δε τον Αγγλικό κώδικα πρακτικής που εκπόνησε η Αρχή Γονιμοποιήσεως και Εμβρυολογίας γίνεται αναφορά σε «γαμέτες και έμβρυα».

    Εκτός τούτου και από την εισηγητική έκθεση αλλά και από το Δελτίο Τύπου διαφαίνεται μία τάση υποβιβασμού της αξίας του εμβρύου, αφού άλλοτε μεν χαρακτηρίζεται ως «γονιμοποιημένο ωάριο» (άρθρο 1458 ΑΚ), αφήνοντας την εντύπωση ότι πρόκειται περί κυττάρου αναλόγου προς το σπερματοζωάριο και το ωάριο, άλλοτε δε ως «γεννητικό υλικό», εξυπονοώντας ότι είναι κάτι άνευ ιδιαιτέρας αξίας και ιερότητας.  Με τον τρόπο αυτόν θα μπορούσε να ανοίξει ο δρόμος για πειραματισμούς η και καταστροφή του εμβρύου, ενδεχομένως δε και για μελλοντικές γενετικές παρεμβάσεις.

     Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι ο όρος «γεννητικό υλικό» χρησιμοποιήθηκε από τους συντάκτες του νομοσχεδίου για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις, μια που το προεμφυτευτικό έμβρυο δεν είναι διαμορφωμένο και εξεικονισμένο, αλλά μορφολογικά συνιστά ένα κυτταρικό άθροισμα που αποτελείται από 16 ή και 32 κύτταρα.  Ανάλογη όμως παρεξήγηση μπορεί να γίνει και με τον όρο «γονιμοποιημένο ωάριο», αφού έτσι προκαλείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι πρόκειται περί ενός κυττάρου, του ωαρίου, που μόλις γονιμοποιήθηκε. 

    Η ανακρίβεια αυτή οδηγεί και σε περαιτέρω υποτιμητικές για τον άνθρωπο διατυπώσεις, όπως «πλεονάζον» γεννητικό υλικό (άρθρο 1459 ΑΚ), που και αυτός αναφέρεται στα υπεράριθμα κατεψυγμένα έμβρυα (διεθνώς surplus embryos) λόγω εξωσωματικής γονιμοποιήσεως.

    Η Εκκλησία εμμένει στο συγκεκριμένο σημείο της ακριβούς ορολογίας, διότι πιστεύει ότι η ταύτιση του ανθρώπου, έστω σε κάποια φάση της εμβρυϊκής εξέλιξής του, με «υλικό» είναι ανεπίτρεπτα μειωτική της αξίας του.

   Νομοθεσία άλλων χωρών

    Η Αγγλία (1990), Γερμανία (1990), Γαλλία (1994), Ελβετία (1998) χρησιμοποιούν τον όρο «έμβρυο».

   
Η Ισπανία (1988) τον όρο «προέμβρυο».

    Η Αυστρία (1994) υιοθετεί τον όρο «ικανό προς ανάπτυξη ωάριο».

   
ΠΡΟΤΑΣΗ

    Οι ακριβείς όροι είναι γαμέτες για τα ωάρια και σπερματοζωάρια και έμβρυο ή προεμφυτευτικό έμβρυο ή έμβρυο in vitro (υπάρχει και στη Σύμβαση περί Βιοϊατρικής του Oviedo) για τα έμβρυα προ της εμφυτεύσεως.



Γ. ΕΙΔΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ - ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ



Α
ΡΘΡΟ 1455


Θετικά στοιχεία

   
Α. Το άρθρο απαγορεύει την αλόγιστη χρήση των πάσης φύσεως αναπαραγωγικών τεχνικών επιτρέποντας την εφαρμογή τους μόνο σε περιπτώσεις στειρότητος ή κινδύνου μετάδοσης κληρονομικής ασθένειας.

    Β. Εισάγεται περιορισμός ηλικίας της μητέρας ώστε να αποκλεισθούν ακραίες εφαρμογές (τεκνοποίηση υπερηλίκων).

    Γ. Απαγορεύεται η αναπαραγωγική κλωνοποίηση και η επιλογή φύλου.

    Δ. Στην εισηγητική έκθεση, όχι όμως και στον νόμο, γίνεται αναφορά και λαμβάνεται υπόψη το «συμφέρον του τέκνου».

    Ε. Διαγράφηκε από την εισηγητική έκθεση το ότι η διάταξη όπως είναι διατυπωμένη επιτρέπει την θεραπευτική κλωνοποίηση.  Συνεπώς το άρθρο δεν ρυθμίζει την θεραπευτική κλωνοποίηση, για την οποία, όπως και για τα πειράματα επί των εμβρύων, απαιτείται ειδικός νόμος.

Σημεία που δικαιολογούν επιφυλάξεις

   
Το γεγονός ότι το νομοσχέδιο επιτρέπει την τεχνητή γονιμοποίηση και την επιλογή φύλου στις περιπτώσεις κινδύνου μετάδοσης κληρονομικών ασθενειών ή φυλοσύνδετων νοσημάτων αντίστοιχα συνεπάγεται καταστροφή των προβληματικών εμβρύων, κάτι που η Εκκλησία, παρά τη συμπάθεια και τη φιλάνθρωπη διάθεσή της, αδυνατεί να αποδεχθεί, δεδομένου ότι αντίκειται στη διδασκαλία της, σύμφωνα με την οποία το έμβρυο είναι τέλειος άνθρωπος κατά την ταυτότητα, αν και διαρκώς τελειούμενος κατά την φαινοτυπική έκφραση και οργάνωση.

Σχόλιο

   
Το άρθρο είναι απόλυτα συμβατό με τις περισσότερες Ευρωπαϊκές νομοθεσίες (Γερμανία, Γαλλία, Ελβετία κ.λπ.)

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

   
Ως όρος εφαρμογής του νόμου πρέπει να θεσπισθεί, σε αρμονία προς τις ισχύουσες ρυθμίσεις του Α.Κ. ως προς την επιμέλεια του προσώπου ή την υιοθεσία  κ.λπ., το συμφέρον του αναμενόμενου τέκνου.


ΑΡΘΡΟ 1456 (ετερόλογη γονιμοποίηση, τεκνοποίηση άγαμης μητέρας)


Θετικά στοιχεία

   
Η διαδικασία της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής απαιτεί έγγραφη συναίνεση των προσώπων που επιθυμούν να αποκτήσουν τέκνο, ως απόδειξη της ανάληψης ευθύνης από μέρους τους.

Σημεία που δικαιολογούν επιφυλάξεις

   
Α. Το άρθρο αυτό εισάγει έμμεσα την ιδέα της ετερόλογης γονιμοποίησης (με σπέρμα τρίτου δότη), όπως αυτό διατυπώνεται με σαφήνεια στην εισηγητική έκθεση.

    Β. Επίσης επιτρέπει την τεκνοποίηση άγαμης γυναίκας, με ή χωρίς μόνιμο σύντροφο (αυτό διατυπώνεται στην εισηγητική έκθεση), και χωρίς αναφορά -στην περίπτωση του συντρόφου-, στον ομόλογο ή ετερόλογο χαρακτήρα της γονιμοποίησης.

    Γ. Η εμβρυομεταφορά ονομάζεται «μεταφορά γεννητικού υλικού».

    Δ. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, η διάταξη έμμεσα εξυπονοεί ετερόφυλα ζεύγη.  Επειδή όμως παραμένει το ενδεχόμενο  δημιουργίας οικογενειακού πυρήνα ομοφυλοφιλικού χαρακτήρα, νομίζουμε ότι θα πρέπει να υπάρξει σαφής αποκλεισμός τέτοιας δυνατότητας στο κείμενο του νόμου.

    Ε. Η μόνη δικλείδα ασφαλείας είναι το συμβολαιογραφικό έγγραφο.  Πώς όμως προκύπτει ότι ο συμβολαιογράφος έχει αρμοδιότητες και ειδικές γνώσεις να κρίνει κατά περίπτωση;

    ΣΤ. Στην εισηγητική έκθεση, και πιο συγκεκριμένα στο τέλος του σχολίου του παρόντος άρθρου, αναφέρεται ότι «ο όρος γεννητικό υλικό χρησιμοποιείται συμβατικά για να υποδηλώσει τόσο τους γαμέτες (σπέρμα και ωάριο) όσο και το γονιμοποιημένο ωάριο».  

Σχόλιο

  
Α. Η ετερόλογη γονιμοποίηση θα μπορούσε να οδηγήσει στα παρακάτω προβλήματα:

    1) Θεωρητικά, στο να γεννηθούν παιδιά με πέντε γονείς· τους δύο που είχαν την βούληση, την γυναίκα που έδωσε το ωάριο, τον άνδρα που έδωσε το σπέρμα και την μητέρα που πρόσφερε την μήτρα,

    2) στο φαινόμενο εξασθένησης ή και αμφισβήτησης της σχέσης γονέως-παιδιού ή μη ισοδύναμης σχέσης των δύο γονέων με το παιδί -αφού ο ένας εκ των γονέων είναι φυσικός γονέας και ο άλλος επέχει θέση πατριού η μητριάς (ο πατέρας είναι λιγότερο πατέρας από όσο μητέρα είναι η μητέρα).

    3) στο ενδεχόμενο δημιουργίας αδελφών (π.χ. από τον ίδιο πατέρα) αγνώστων μεταξύ τους, λόγω ανωνυμίας του δότη (άρθρο 1460 ΑΚ).

    4) Κάθε μορφή ετερόλογης γονιμοποίησης στην ουσία προκαλεί υποβιβασμό της εννοίας της μητρότητας και της πατρότητας, διατάραξη της ισοτιμίας τους και, επειδή παρεμβάλλει τρίτο πρόσωπο στην ιερή διαδικασία της ανθρώπινης αναπαραγωγής, υποβαθμίζει και το μυστήριο του γάμου.

    Β. Η εκτός γάμου συμβίωση δεν αποτελεί τρέχουσα πραγματικότητα στην  Ελλάδα, με συνέπεια να μην έχουν ρυθμισθεί σχετικά νομοθετικά θέματα οικονομικής φύσεως (διατροφής, κληρονομικής διαδοχής, συνταξιοδοτήσεως, φορολογίας κ.λπ.) στη σχέση των συμβιούντων. Αυτό από μόνο του δεν δικαιολογεί την προσφυγή των συμβιούντων σε μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής.

    Γ. Επί πλέον, η συγκεκριμένη διάταξη υποβαθμίζει τη μοναδική αξία του γάμου και την εξισώνει αντισυνταγματικά με τις άνευ δεσμεύσεων μη νόμιμες συμβιώσεις.

    Η όλη ρύθμιση για άγαμες μητέρες ή μονογονεϊκές οικογένειες:

    1) αντίκειται στην πρόνοια του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος που επιβάλλει  στην πολιτεία την προστασία του γάμου και της οικογένειας και

    2) αντίκειται στο συμφέρον του τέκνου που θα «κληθεί» να ζήσει χωρίς πατέρα (ή χωρίς νόμιμο πατέρα). Με τον τρόπο αυτόν, ενώ λαμβάνεται υπόψη η επιθυμία της γυναίκας-μητέρας, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη το συμφέρον του παιδιού.

    Δ. Το άρθρο πρέπει να διατυπωθεί έτσι ώστε να αποκλεισθούν όλα τα ενδεχόμενα δημιουργίας νέων μορφών οικογένειας, που ενδεχομένως θα διευκόλυναν τη θεσμοθέτηση παρά φύση συμβιώσεων και τεκνοποιίας, με καταστροφικές ψυχολογικές συνέπειες στο παιδί και ανυπολόγιστες στην κοινωνία.

    Ε. Το επιχείρημα ότι επειδή επιτρέπεται η υιοθεσία από άγαμη γυναίκα πρέπει να επιτραπεί και η τεκνοποίηση δεν είναι ισχυρό, διότι στην πρώτη περίπτωση το παιδί ήδη υπάρχει και υιοθετείται, ενώ στη δεύτερη δημιουργούμε παιδί εκ προοιμίου ορφανό από πατέρα.

    ΣΤ. Το συγκεκριμένο άρθρο έρχεται σε αντίθεση με το προηγούμενο, αφού η άγαμη γυναίκα δεν προσφεύγει στην τεχνητή γονιμοποίηση λόγω στειρότητος, όπως απαιτεί το άρθρο 1455, αλλά κινούμενη από προσωπική επιθυμία και μόνον.

    Ζ. Η χρήση ενός και του αυτού όρου (γεννητικό υλικό) για να περιγράψει τους γαμέτες και τα προεμφυτευτικά έμβρυα, υπαινίσσεται ότι αμφότερα ανήκουν στην ίδια κατηγορία, έχουν την ίδια αξία και συνεπώς ή απώλεια ενός ωαρίου ή σπερματοζωαρίου είναι ίσης βαρύτητας με την καταστροφή ενός προεμφυτευτικού εμβρύου.  Αυτός είναι ο λόγος που για την Εκκλησία, η χρήση των ακριβών και ορθών όρων είναι υποχρεωτική, η δε καταχρηστική και «συμβατική» επικίνδυνη.

Νομοθεσία άλλων χωρών  

    Αγγλία, Γαλλία, Ελβετία, Ισπανία, Γερμανία, Αυστρία, Νορβηγία (μόνο μεταξύ εγγάμων και συμβιούντων ατόμων)
   

    Στις νομοθεσίες των περισσοτέρων Ευρωπαϊκών χωρών γίνεται σαφής ή και εκτενής αναφορά στο συμφέρον του παιδιού (Αγγλία, Ελβετία).

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

    Α. Να εξαλειφθούν τα εδάφια που αναφέρονται στη δυνατότητα τεκνοποίησης εκτός θεσμοθετημένου γάμου.

    Β. Αν τελικά δεν υιοθετηθεί η πρόταση Α, τότε:

    1) Δεν αρκεί η συναίνεση των ενδιαφερομένων. Χρειάζεται και δικαστική απόφαση που θα διαπιστώνει τη συνδρομή των όρων του νόμου και το συμφέρον του μελλογεννήτου τέκνου (όπως και στην υιοθεσία, πολύ περισσότερο διότι οι προκείμενες περιπτώσεις είναι μείζονος σπουδαιότητας).

    2) τουλάχιστον να ορισθεί με σαφήνεια ότι απαγορεύεται η τεκνοποίηση στην περίπτωση που ο σύντροφος είναι του ιδίου φύλου, ώστε να μεταφερθεί ο έλεγχος από τον συμβολαιογράφο στον δικαστή.

    Γ. Ο όρος «μεταφορά του γεννητικού υλικού» να αντικατασταθεί με τον όρο «εμβρυομεταφορά».


ΑΡΘΡΟ 1457 (γονιμοποίηση με σπέρμα αποθανόντος συζύγου)


Θετικά στοιχεία

    Η δυνατότητα κυοφορίας εμβρύων που έχουν ήδη δημιουργηθεί με σκο­πό να εμφυτευθούν στη γυναίκα σε μεταγενέστερες απόπειρες του ζεύγους. 

Σημεία που δικαιολογούν επιφυλάξεις

    Α. Το άρθρο ενέχει νομιμοποίηση των εξώγαμων συμβιώσεων, οι οποίες εμμέσως και κατά παράβαση της παραπάνω συνταγματικής επιταγής (άρθρο 21 παρ. 1) αναβαθμίζονται νομικά σε τάξη νόμιμης οικογένειας.

    Β. Δεν γίνεται πουθενά αναφορά, ούτε στην εισηγητική έκθεση, στο συμφέρον του παιδιού.

Σχόλιο

  
Ολόκληρη η φιλοσοφία του άρθρου υποψιάζει, δεδομένου ότι οι περιπτώσεις στις οποίες αναφέρεται είναι ελάχιστες.  Δεν υπάρχει κανένας λόγος να γεννηθεί ένας άνθρωπος με δεδομένη την ορφάνια, συνήθως από πατέρα, δίχως φυσικά να ερωτηθεί, ως καρπός μιας εγωκεντρικής επιθυμίας της μητέρας του.

Νομοθεσία άλλων χωρών

   
Γερμανία, Ιταλία (άμεση απαγόρευση)

    Αυστρία, Νορβηγία, Ελβετία, Γαλλία (έμμεση απαγόρευση)

    Ισπανία, Αγγλία (υπό όρους)

ΠΡΟΤΑΣΗ

    Α. Να αποσυρθεί το άρθρο.

    Β. Αν τελικά δεν αποσυρθεί, τότε:

    1) να επιτραπεί μόνον σε περίπτωση νόμιμου γάμου και στην περίπτωση που υπάρχει ήδη έμβρυο και όχι μόνο σπέρμα και

    2) αντί απλού συμβολαιογραφικού εγγράφου να απαιτείται απόφαση δικαστηρίου με βασικό κριτήριο το συμφέρον του τέκνου.


ΑΡΘΡΟ 1458 (παρένθετη μητρότητα)


Θετικά στοιχεία


    Α. Το ενδιαφέρον της πολιτείας να διευκολύνει γυναίκες που αδυνατούν να τεκνοποιήσουν.

    Β. Η προϋπόθεση της δικαστικής άδειας με τους όρους που προτείνονται.

Σημεία που δικαιολογούν επιφυλάξεις

    Α. Τα ποικίλα νομικά, κοινωνικά, ψυχολογικά, συνήθως ιδιαίτερα δυσεπίλυτα ή και συχνά άλυτα, προβλήματα που δημιουργεί ένα τέτοιο ενδεχόμενο στις σχέσεις των γονέων και την διαμόρφωση του παιδιού.

    Β. Το ότι η παρένθετη μητρότητα απαγορεύεται σε όλες σχεδόν τις Ευρωπαϊκές χώρες με εξαίρεση την Αγγλία.

    Γ. Δεδομένου ότι η Ελλάδα θα είναι μία από τις ελάχιστες χώρες που παρέχουν την παραπάνω δυνατότητα, το νομοσχέδιο δεν περιλαμβάνει τίποτε σχετικό με το ενδεχόμενο χρήσεως της μεθόδου από αλλοδαπές γυναίκες στη χώρα μας.

    Δ.  Δεν γίνεται καμία αναφορά  στο θέμα της εμπορευματοποίησης της όλης διαδικασίας και δεν λαμβάνεται κανένα μέτρο για την προστασία από ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Σχόλια

     Α. Η δυνατότητα κυοφορίας από φέρουσα η υποκατάστατη μητέρα μπορεί μεν να έχει τη θετική της πλευρά κατά το ότι εξυπηρετείται έτσι η κυοφορία, επειδή όμως ο αναπτυσσόμενος σύνδεσμος με το έμβρυο κατά την κύηση είναι ουσιαστικό και αναπόσπαστο μέρος, όχι μόνο της μητρότητας, αλλά και της εμβρυϊκής ανάπτυξης, η συνέχιση της σχέσεως φέρουσας μητέρας-παιδιού αδικεί τους γενετικούς γονείς, η διακοπή της αδικεί τη φέρουσα μητέρα, αμφότερες δε οι λύσεις αδικούν προ πάντων το παιδί, διασαλεύοντας έτσι την οικογενειακή συνοχή.

    Β. Επί πλέον η παρεμβολή της φέρουσας μητέρας στην ιερή σχέση των γενετικών γονέων με το παιδί δεν είναι άμοιρη συνεπειών.  ΄Ετσι:

    1) Τι θα συμβεί στην περίπτωση που, οι γενετικοί γονείς πεθάνουν ή ύστερα από προγεννητικό έλεγχο η από κάποια άλλη αιτία (π.χ. διαζύγιο), οι μεν γενετικοί γονείς επιθυμούν την διακοπή της κύησης η δε κυοφορούσα μητέρα την αρνείται;

    2) Πώς μπορούν να ρυθμισθούν προβλήματα που ανακύπτουν από την απρόσεκτη ζωή της κυοφορούσας (π.χ. κάπνισμα, χρήση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών, υπερβολικές και μη προσεκτικές δραστηριότητες κ.λπ.), ή από άγχη, εντάσεις, ψυχικές αστάθειες και ανωμαλίες που σίγουρα επηρεάζουν το έμβρυο ή από ξαφνική σοβαρή ασθένεια κ.λπ.;

    3) Η παρένθετη μητρότητα αποτελεί αμειβόμενη προσφορά η πράξη συναλληλίας; και αν ισχύει το πρώτο, ποιοι όροι προσδιορίζουν  την αμοιβή η τις υποχρεώσεις της κυοφορούσας απέναντι στους γονείς και αντιστρόφως;

    4)  Η γυναίκα που θα κυοφορήσει το παιδί είναι λίγο απίθανο να είναι ήδη μητέρα που έχει γεννήσει τα δικά της παιδιά και έχει ικανοποιήσει την ανάγκη της μητρότητας (εκτός αν είναι συγγενής η πρόκειται να αμειφθεί ικανοποιητικά, ποιος ο λόγος να υποβληθεί στην ταλαιπωρία της εγκυμοσύνης;).  Η λογική και η εμπειρία λέγουν ότι το πιθανότερο είναι η φέρουσα μητέρα να είναι γυναίκα που δεν της έχει δοθεί η δυνατότητα της κυοφορίας.  Αυτό όμως αυξάνει την πιθανότητα έντονου συνδέσμου με το παιδί, με απρόβλεπτες συνέπειες και συναισθηματικές η πρακτικές δυσκολίες ή εισάγει τον πειρασμό της κυοφορίας με αμοιβή, από γυναίκες με οικονομική ανάγκη, πράγμα που δύσκολα ελέγχεται.

    5) Τέλος το γεγονός ότι οι υπόλοιπες χώρες δεν επιτρέπουν κάτι αντίστοιχο θα διευκόλυνε το φαινόμενο του αναπαραγωγικού τουρισμού, μια που γονείς άλλων χωρών στις οποίες απαγορεύεται η παρένθετη μητρότητα θα μπορούσαν να προσφύγουν στην  Ελλάδα για να αναθέσουν την κυοφορία του παιδιού τους σε γυναίκα που ζει στη χώρα μας.

    Γ. Η εμπειρία των άλλων χωρών θα μπορούσε να γίνει και δική μας εμπειρία.  Η πρωτοπορία στο σημείο αυτό είναι άκριτη και αδικαιολόγητη.

Νομοθεσία άλλων χωρών

   
Γερμανία, Ιταλία, Αυστρία, Νορβηγία, Ελβετία, Γαλλία (απαγόρευση)

    Αγγλία (επιτρέπεται υπό όρους)

ΠΡΟΤΑΣΗ

    Να αποσυρθεί το άρθρο και η ρύθμιση αυτή να γίνει σε ευθετότερο χρόνο, κυρίως για να εντοπισθούν οι εξαιρετικές προϋποθέσεις υπό τις οποίες και μόνον θα παρέχεται άδεια του δικαστηρίου.


ΑΡΘΡΟ 1459 (κρυοσυντηρημένα έμβρυα)


Θετικά στοιχεία


   
Α. Η πολιτεία βάζει μία τάξη σε ένα πρόβλημα που ήδη υπάρχει.

    Β. Δίδεται προτεραιότητα στο να οδηγηθούν τα έμβρυα σε αναπτυγμένη ζωή και όχι να χρησιμοποιηθούν για πειράματα ή να καταστραφούν.

Σημεία που δικαιολογούν επιφυλάξεις στην Εκκλησία

    Α. Δημιουργούνται προϋποθέσεις πλεοναζόντων εμβρύων.

    Β. Το νομοσχέδιο νομιμοποιεί την καταστροφή των εμβρύων.

    Γ. Χρησιμοποιείται ο όρος «γεννητικό υλικό» προκειμένου να περιγράψει τα προεμφυτευτικά έμβρυα.

    Δ. Στην εισηγητική έκθεση γίνεται λόγος για χρησιμοποίηση των εν λόγω εμβρύων σε πειράματα που περιλαμβάνουν και θεραπευτική κλωνοποίηση.  Αυτό μάλιστα γίνεται σε αναφορά με την τρίτη παράγραφο του άρθρου 1455, το σχόλιο επί του οποίου όμως έχει εξαλειφθεί από την τελευταία έκδοση του νομοσχεδίου.

Σχόλια

    Α. Τα ατυχώς αποκαλούμενα «πλεονάζοντα έμβρυα» διατηρούνται σε κατάψυξη είτε προς μελλοντική χρήση από τους φυσικούς γονείς, είτε προς δανεισμό σε υπογόνιμα ζευγάρια, είτε για επιτέλεση επί αυτών πειραμάτων, είτε για να αποτελέσουν εργαστήρια οργανογενέσεως για την κάλυψη μεταμοσχευτικών αναγκών, είτε τέλος για να καταστραφούν.  Η Εκκλησία θα μπορούσε μόνο το πρώτο να δεχθεί και υπό όρους το δεύτερο.

    Β.  Η κατάψυξη των εμβρύων όμως συνδυάζεται και με άλλα αξεπέραστα προβλήματα.  Για παράδειγμα:

    1) σε περίπτωση θανάτου αμφοτέρων των γονέων, ποιος είναι αρμόδιος να καθορίσει την τύχη τους; Και τότε έχει κληρονομικά δικαιώματα το έμβρυο ή η γυναίκα που θα το κυοφορήσει και αν ναι, ποια είναι αυτά; και

    2) πώς είναι δυνατόν αυτό το «γεννητικό υλικό», διότι έτσι ονομάζεται από τους συντάκτες του προσχεδίου και δεν θεωρείται ότι έχει ανθρώπινη ταυτότητα, να έχει κληρονομικά δικαιώματα; 

Νομοθεσία άλλων χωρών

   
Ο Ελβετικός νόμος επιτρέπει να εξελιχθούν σε έμβρυα μόνον όσα ωάρια μπορούν να εμφυτευθούν.  Συνεπώς δεν συνεπάγεται πλεονάζοντα έμβρυα.

    Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι άμοιρο συνεπειών, διότι προκαλεί μαζική έξοδο των ενδιαφερομένων γυναικών σε γειτονικές χώρες στις οποίες η ιατρική διαδικασία δεν υπόκειται σε τόσους περιορισμούς.


ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

    Α.  Να τηρηθούν από εδώ κι εμπρός τα όσα ισχύουν στην Ελβετία ώστε να μην επιβαρυνθεί η χώρα μας με το συγκεκριμένο πρόβλημα.

    Β. Στην περίπτωση που διατηρηθεί το άρθρο ως έχει, να απαλειφθεί από την εισηγητική έκθεση η άστοχη αναφορά στην τρίτη παράγραφο του άρθρου 1455, διότι ούτε σε αυτήν ούτε και στην εισηγητική έκθεση γίνεται αναφορά στην θεραπευτική κλωνοποίηση.

    Γ. Στην ίδια περίπτωση μετά την έκφραση: «για να τεκνοποιήσουν (πλεονάζον)» να προστεθεί  «κατά προτεραιότητα:» και να αντικατασταθεί ο όρος «κρυοσυντηρημένο γεννητικό υλικό» από τον «κρυοσυντηρημένα προεμ­φυτευτικά έμβρυα».


ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

    Α. Παρά το γεγονός ότι η αμεσότητα των προβλημάτων που σχετίζονται με τις αναπαραγωγικές τεχνικές απαιτεί γρήγορες νομοθετικές ρυθμίσεις, η λεπτότητα και η δυσκολία στην πρόβλεψη και αντιμετώπισή τους επιβάλλει μελέτη, συζήτηση και συστολή και όχι σπουδή, μονομέρεια και επιμονή.

    Β. Επειδή οι νέες εφαρμογές και τεχνολογίες δεν είναι ακόμη απόλυτα κατανοητές στις έννοιες, συνέπειες και δυνατότητές τους είναι καλύτερα να ξεκινήσουμε με προσεκτικές και ελαστικές ως προς τη δυνατότητα τροποποίησής τους διατάξεις ώστε σταδιακώς να προβούμε στη βελτίωσή τους.

    Γ. Η μαθητεία στην εμπειρία και ο συντονισμός προς τις αποφάσεις των άλλων Ευρωπαϊκών χωρών είναι απαραίτητα και αποδεικνύουν σύνεση.  Αντίθετα η νομοθετική διαφοροποίηση δεν οδηγεί σε προοδευτικότητα αλλά σε ηθικές εκτροπές, κοινωνικά λάθη και νομικά αδιέξοδα.

    Δ. Το προσχέδιο ως έχει έρχεται σε αντίθεση προς την Συνταγματική επιταγή (Aρθρο 21 παρ. 1) για την προστασία από την πολιτεία του θεσμού του γάμου και της οικογένειας.  Στην ουσία νομιμοποιεί την εξώγαμη συμβίωση (Aρθρο 1457), χωρίς να την ρυθμίζει και χωρίς να την θέτει υπό την δικαστική άδεια.

    Ε. Το επιχείρημα ότι έτσι ρυθμίζονται κάποιες ήδη υπάρχουσες περιπτώσεις, δεν είναι ισχυρό διότι με την ίδια λογική αυτά που τώρα αρνούμεθα να νομιμοποιήσουμε (π.χ. γεννήσεις τέκνων που προέρχονται από μη κατά φύση συμβιώσεις, π.χ. του ιδίου φύλου), θα μπορούσαμε να τα νομιμοποιήσουμε αργότερα. 

    ΣΤ. Είναι απαραίτητο να διατυπώνεται σαφώς στον νόμο, και όχι μία μόνον φορά στην εισηγητική έκθεση, η προτεραιότητα που δίδεται στο  συμφέρον του μελλογέννητου τέκνου.

    Ζ. Είναι επίσης απαραίτητο, ο νόμος να καταδεικνύει τον σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της, ώστε να εξαλειφθεί κάθε υποψία χρηστικής θεώρησής της.

 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ιωάννου Γενναδίου 14 (115 21)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ


 


 

ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΥΘΑΝΑΣΙΑΣ

(6.11.2002)
 

Α. Θέση τοῦ προβλήματος

            1) Στὶς 28 Νοεμβρίου 2000, ἡ ῾Ολλανδικὴ Βουλὴ ἀποφάσισε τὴν νομιμοποίηση τῆς εὐθανασίας. Στὶς 16 Μαΐου 2002, ἡ εὐθανασία ἀποποινικοποιήθηκε καὶ στὸ Βέλγιο.  Μὲ τὶς δυὸ αὐτὲς χῶρες συμπορεύεται καὶ ἡ Αὐστραλία καὶ ὁρισμένες πολιτεῖες τῶν ΗΠΑ. Τὰ τελευταῖα χρόνια ὅλο καὶ περισσότερο συζητεῖται τὸ θέμα στὰ νομοθετικὰ σώματα, στὶς ἁρμόδιες ἐπιτροπές, στὰ μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως, σὲ συνέδρια, δημόσιους διαλόγους κ.λπ.

῎Ηδη δημιουργεῖται ἕνα θέμα ποὺ ὡς τώρα δὲν ἀπασχολοῦσε τὴν ἐπικαιρότητα, ἡ κλινικὴ καθημερινότητα τὸ φέρνει διαρκῶς στὸ προσκήνιο καὶ διαγράφεται σαφὴς κίνδυνος ἀμβλύνσεως τῶν συνειδήσεων καὶ ἀλλοιώσεως τῶν ἠθικῶν κριτηρίων.  Συχνὰ οἱ εὐαισθησίες τοῦ κόσμου κατευθύνονται σὲ μία λογικὴ καὶ ἀντίληψη ποὺ ἀπαιτεῖ -ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση δικαιο­λογεῖ- τὴν νομικὴ κατοχύρωση τῆς εὐθανασίας, ἔστω καὶ ἂν ἐπὶ τοῦ παρόντος οἱ περισσότερες κοινωνίες καὶ συντεταγμένες πολιτεῖες ἀντιδροῦν στὴν καθιέρωσή της.

            2) ᾿Επειδὴ εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ μιὰ τέτοια πράξη νομιμοποιεῖται καὶ ἐπειδὴ ἡ σύγχρονη κοινωνικὴ ἀντίληψη, μὲ τὸν νοσηρὸ ὀρθολογισμὸ ποὺ τὴν διακατέχει, εὔκολα θυσιάζει στὸν βωμὸ τοῦ εὐδαιμονισμοῦ καὶ τοῦ στενοῦ συμφέροντος τὸν σεβασμὸ στὴν ζωὴ καὶ στὸν θάνατο, ἡ ἀνάγκη ἐκφορᾶς λόγου ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι ἐπιτακτική.

            3) Μὲ τὸν ὅρο εὐθανασία, ἐννοοῦμε τὴν μὲ τὴ βοήθεια τρίτου, μὲ ἐνέργεια ἢ παράλειψη (ἐνεργητικὴ ἢ παθητική) ἐπίσπευση τοῦ θανάτου ἑνὸς ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ὑποφέρει ἢ πρόκειται νὰ ὑποφέρει ἀπὸ μία ἀνίατη καὶ ἐπώδυνη ἀσθένεια, διατηρεῖ ἢ ὄχι τὴ συνείδησή του καὶ ἔχει ἐκφράσει ὁ ἴδιος τὴν ἐπίμονη ἐπιθυμία του νὰ διακοπεῖ ἡ ζωή του.

Β. ῾Η ζωὴ καὶ ὁ θάνατος στὴν ᾿Ορθόδοξη θεολογία καὶ παράδοση

4) ῾Η ζωή μας ἀποτελεῖ ὑπέρτατο δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ ὁποίου βρίσκονται στὰ χέρια Του καὶ μόνον· «ἐν χειρὶ Θεοῦ πνεῦμα παντὸς ἀνθρώπου» (᾿Ιὼβ ιβ´ 10). ᾿Αποτελεῖ τὸν χῶρο μέσα στὸν ὁποῖο βρίσκει τὴν ἔκφρασή του τὸ αὐτεξούσιο, συναντᾶται ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἐλεὐθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἐπιτελεῖται ἡ σωτηρία του.

Κάθε προσπάθεια νὰ προσδιορίζονται τὰ ὅρια τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη καὶ μόνον βούληση, σκέψη, ἀπόφαση ἢ ἱκανότητα ἀπογυμνώνει τὴν ζωὴ ἀπὸ τὴν ἱερότητά της.

5) ῾Ο ἄνθρωπος ἐπλάσθη κατὰ χάριν ἀθάνατος.  ῾Η ἀθανασία εἶναι ἡ φυσική του κατάσταση.  Διὰ τῆς ἁμαρτίας ὅμως εἰσῆλθε στὸν κόσμο ὁ πόνος, ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος.  Τελικά, ὁ θάνατος ἐπετράπη ἀπὸ τὸν Θεό, «ἵνα μὴ τὸ κακὸν ἀθάνατον γένηται».

6) ῾Η βιολογικὴ ζωὴ δὲν προσδιορίζει ὁλόκληρη τὴν πορεία τοῦ ἀνθρώπου.  ῾Ο ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ σῶμα καὶ ψυχὴ ποὺ βρίσκονται σὲ ἀρραγῆ ἑνότητα, τὴν ὁποία ὅμως διασπᾶ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου.  Μὲ τὸν θάνατο, τὸ μὲν σῶμα διαλύεται, ἡ δὲ ψυχὴ διατηρεῖται γιὰ νὰ ἑνωθεῖ ἐκ νέου μὲ τὸ ἀναστημένο πλέον σῶμα.

7) ῾Η μεγάλη σπουδαιότητα τῆς παρούσης ζωῆς κρίνεται σὲ συνάρτηση μὲ τὴ δυνατότητα θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ λυτρώσεώς του διὰ τῆς μετανοίας.  Χωρὶς πνευματικὴ ζωή, ἡ διατήρηση τῆς βιολογικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώ­που χάνει τὴ σπουδαιότητά της· στερεῖται νοήματος καὶ ἀνακυκλώνει τὸν θάνατο.

8) ῾Ο ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν ἐμπειρία τοῦ θανάτου, ἄλλοτε μὲ τὶς μορφολογικὲς ἀλλαγὲς τοῦ σώματος λόγῳ ἡλικίας, ἄλλοτε μὲ τὴν ἀσθένεια, ἄλλοτε μὲ τὴν ἀπώλεια ἀγαπητοῦ προσώπου.  ῾Ο θάνατος ὅμως καὶ οἱ συνέπειές του ὑπερβαίνονται διὰ τοῦ Χριστοῦ, ὁ ῾Οποῖος μὲ τὸν θάνατό Του νίκησε τὸν θάνατο («θανάτῳ θάνατον πατήσας»).

                9) ῾Ο θάνατος εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ συνδέεται ὄχι μόνον μὲ τὸ τέλος τῆς βιολογικῆς ζωῆς ἀλλὰ καὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου.  ᾿Επειδὴ δὲ ἡ ζωὴ ἐπεκτείνεται καὶ μετὰ τὸν βιολογικὸ θάνατο, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κανεὶς ζεῖ καὶ πεθαίνει ἔχει συνέπεια στὴν αἰώνια κατάστασή του.

10) ῾Η σύγχρονη κοσμικὴ ἀντίληψη προσεγγίζει τὸν θάνατο σὲ σχέση μὲ τὴν εὐθανασία ὡς δικαίωμα καὶ ὄχι ὡς γεγονὸς ποὺ ὑπερβαίνει τὸν ἄνθρωπο· ὡς κάτι ποὺ ὁ χρόνος του μπορεῖ νὰ ἐπιλέγεται καὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὄχι ὡς κάτι ποὺ ἀποκλειστικὰ προσδιορίζεται ἀπὸ τὸν Θεό.  ῾Ο σεβασμὸς στὸ θεόσδοτο δῶρο τῆς ζωῆς ἀπαιτεῖ καὶ τὴν μὲ κάθε τρόπο προστασία της, πράγμα ποὺ μεταφράζεται ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν σὲ προσπάθεια διατη­ρήσεώς τῆς ποιότητός της, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ σὲ ἐπιδίωξη παρατάσεως τῆς διάρκειάς της.  Κατὰ τὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, ἡ διάρκεια τῆς ζωῆς καὶ ἡ στιγμὴ τοῦ θανάτου μὲ κανέναν τρόπο δὲν προσδιορίζονται ἀπὸ ἀνθρώπινα δικαιώματα. 

 Γ. ῾Η σημασία τοῦ πόνου

11) ῾Η ᾿Εκκλησία ἀναγνωρίζει μὲ συμπάθεια τὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πάντοτε ἀγκαλιάζει τοὺς ἀσθενεῖς, πάσχοντες καὶ πονεμένους, φιλάνθρωπα ζητεῖ τὴν ἀπαλλαγὴ «ἀπὸ πάσης θλί­ψεως, ὀργῆς, κινδύνου καὶ ἀνάγκης», εὔχεται τὰ τέλη τοῦ ἀνθρώπου νὰ εἶναι «ἀνώδυνα, ἀνεπαίσχυντα, εἰρηνικά», ἐνίοτε δὲ προσεύχεται καὶ γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῶν ὀδυνωμένων (εὐχὴ εἰς ψυχορραγοῦντα).

12) Παρὰ ταῦτα, πίσω ἀπὸ τὸν πόνο διακρίνει καὶ μία εὐλογία.  ῾Ο πόνος στὴν ἀνθρώπινη ζωή, ὅπως καὶ κάθε δοκιμασία, εἶναι «συνεργὸς πρὸς σωτηρίαν» καὶ ἐνίοτε «κρείττων καὶ αὐτῆς τῆς ὑγείας» κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ (ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1985, τ. 9. σελ. 264). ῾Ο φυσικός, ὅπως καὶ ὁ ὑπαρξιακὸς πόνος, εἶναι εὐεργετικὸς γιατί ἀνοίγει τὰ ὅρια τῆς ὑπάρξεως· θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει μέσο ἀσκήσεως στὴν ταπείνωση, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀγάπη, οἱ δὲ προκλήσεις του ἀφορμὲς προετοιμασίας γιὰ τὴν αἰωνιότητα.

            13) Τὸν πόνο δὲν τὸν ἐπιδιώκουμε καί, ὅταν μᾶς συμβαίνει, προσπαθοῦμε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν ἀντιμετωπίσουμε.  Στὴν περίπτωση ὅμως ποὺ ἐπιμένει ἢ εἶναι ἀθεράπευτος, ἡ μετὰ πίστεως ὑπομονὴ καὶ ἐγκαρτέρηση ἀποβαίνει ἰδιαίτερα ἐνισχυτικὴ καὶ ὠφέλιμη.  ῾Η θετικὴ ἢ ἀρνητικὴ λειτουρ­γία τοῦ πόνου ἐξαρτᾶται σημαντικὰ ἀπὸ τὴν προσωπικὴ τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντί του.  Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ νὰ μάθει κανεὶς νὰ ὑπομένει ἀκόμη καί τὶς δυσκολότερες καταστάσεις τῆς ζωῆς ἀποτελεῖ τὴν καλύτερη προ­ετοιμασία ἀντιμετώπισής του. 

Δ. ᾿Ιατρικὴ ἀντιμετώπιση τοῦ πόνου

14) ῾Η σύγχρονη ἰατρικὴ ἐπιστήμη εἶναι σὲ θέση, μὲ ὀρθὴ ἀναλγητικὴ ἀγωγή, νὰ ἀντιμετωπίσει μὲ ἐπιτυχία καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ τὶς περισσότερες μορφὲς πόνου.  Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἡ ἐπιστημονικὴ κατάρτιση καὶ ἐνημέρωση τῶν ἰατρῶν εἶναι ἐπιβεβλημένες.  Παράλληλα ὅμως, ἡ παρηγορητικὴ φροντίδα τοῦ ἰατρονοσηλευτικοῦ προσωπικοῦ, ὅπως καὶ ἡ συμπαράσταση τῶν συγγενῶν καὶ φίλων, εἶναι ἀνεκτίμητες γιὰ τὴν ἐκ μέρους του ἀσθενοῦς ἀντιμετώπιση τῶν πόνων του.

15) Στὶς περιπτώσεις ποὺ ὁ ἀσθενὴς δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ θεραπευτικὰ σχήματα, καλὸ εἶναι νὰ χορηγοῦνται φάρμακα ἠρεμήσεως.  ῾Η ἀγάπη ἐπιβάλλει τὴν μὲ κάθε τρόπο ἀνακούφιση τοῦ ἀσθενοῦς, ὁ ὁποῖος δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ταλαιπωρεῖται στερούμενος τὴν ἀπαραίτητη καταστολή.  ῎Ισως εἶναι καλύτερα νὰ περάσει ἀπὸ τὸν ὕπνο στὸν θάνατο.

῾Η ᾿Εκκλησία χαιρετίζει καὶ εὐλογεῖ τὶς προσπάθειες τῶν ἰατρῶν, οἱ ὁποῖοι διὰ μέσου τῆς θεραπείας ποὺ ἐφαρμόζουν ἀνακουφίζουν τοὺς πόνους τῶν ἀσθενῶν ἕως τὴν τελευταία στιγμὴ τῆς παρούσης ζωῆς τους. 

Ε. Συνέπειες τῆς σύγχρονης ἰατρικῆς τεχνολογίας

16) ῾Η σύγχρονη ἰατρικὴ τεχνολογία ἔχει καθοριστικὰ συντελέσει στὴν ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων ἀσθενειῶν.  Παράλληλα, ὅμως, ἔχει καταστήσει τὴν ἰατρικὴ ἔντονα παρεμβατική, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἀσθενεῖς συχνὰ νὰ ὁδηγοῦνται σὲ καινοφανεῖς, καθαρῶς ἰατρογενεῖς καταστάσεις, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ πρωτόγνωρα διλήμματα καὶ ἀπολήγουν σὲ ἀναπάντητα ἐρωτήματα.

17) Οἱ τραγικὲς καταστάσεις προβληματικῆς ζωῆς ποὺ προκαλοῦν σήμερα οἱ ἐξελίξεις στὸν χῶρο τῆς ἰατρικῆς θέτουν ἀπὸ μόνες τους ἐπὶ τάπητος τὸ ἐρώτημα ὄχι μόνον ἂν ἐπιτρέπεται νὰ συντομεύσουμε κάποιου τὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ ἂν εἶναι ὀρθὸ νὰ παρεμποδίζουμε τὸν θάνατό του.  ῾Η ἰατρο­φαρμακευτικὴ τεχνολογία δὲν παρατείνει μόνον τὴ ζωή, ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ τὴν διαδικασία τοῦ θανάτου.

18) ᾿Απὸ τὴν ἄλλη πλευρά, παρὰ τὴν ἐντυπωσιακὴ πρόοδο τῆς διαγνωστικῆς καὶ προβλεπτικῆς ἰατρικῆς, ποτὲ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος γιὰ τὸν ἀθεράπευτο χαρακτήρα μιᾶς ἀσθένειας ἢ τὸ ἀνίατο μιᾶς καταστάσεως.  ῾Υπάρχουν πάντοτε περιθώρια πιθανοῦ λάθους στὴν ἰατρικὴ ἐκτίμηση ἢ κάποιας ἀπροσδόκητης ἔκβασης τῆς ἀσθένειας ἢ ἀκόμη καὶ κάποιας θαυματουργικῆς ἐξέλιξης. 

ΣΤ. ῾Η ἰατρικὴ ἀποστολὴ

            19) ᾿Απὸ τὰ χρόνια του ῾Ιπποκράτη, ἡ ἰατρικὴ ἀποστολὴ ἦταν ταυτόσημη μὲ τὴ θεραπεία καὶ τὴν προσφορὰ ζωῆς καὶ ἀσύμβατη μὲ τὴ συνδρομὴ στὸν θάνατο.  Κατὰ τὸν περίφημο ὅρκο του, ὁ ἰατρὸς ὑπόσχεται ὅτι «δὲν θὰ χορηγήσει ποτὲ σὲ κανέναν θανάσιμο φάρμακο, ἀκόμη κι ἂν αὐτός τὸ ζητήσει, οὔτε ποτὲ θὰ τὸν συμβουλεύσει νὰ τὸ πάρει».

20) Στὴν περίπτωση ποὺ ἀδυνατεῖ νὰ θεραπεύσει, ὁ ἰατρὸς συμβάλλει στὸν ἀγῶνα τοῦ ἀσθενοῦς ὅταν ἐργάζεται γιὰ τὴν καταπράυνση τῶν πόνων, τὴν ἀνακούφιση ἀπὸ τὰ ἐνοχλήματα, τὴν καθησύχαση τῆς ἀγωνίας, τὴν ὑποβοήθηση πρὸς καλύτερη ἀνοχὴ τῶν ταλαιπωριῶν, ὥστε νὰ ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μὲ ἀξιοπρέπεια ὡς τὶς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς του. 

Ζ. Κοινωνικὰ καὶ ψυχολογικὰ αἴτια τῆς εὐθανασίας

21) ῾Ο βαθύτερος λόγος ποὺ στὶς μέρες μας ἡ εὐθανασία ἀπασχολεῖ τόσο τὴν ἐπικαιρότητα καὶ προκαλεῖ πρωτοφανῆ κινητικότητα εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχει ἐπικρατήσει μὶα καθαρὰ ὑλιστική, ἐφήμερη καὶ εὐδαιμονιστικὴ ἀντίληψη καὶ πρακτική, ἡ ὑγεία ἔχει ἀποκτήσει ἔντονα οἰκονομικὸ χαρακτήρα καὶ ὁ ἄνθρωπος νοεῖται καθαρῶς μηχανιστικὰ καὶ ἐφήμερα.

22) ῾Η σύγχρονη καταναλωτικὴ κοινωνία βλέπει τὰ ἄτομα ποὺ βρίσκονται σὲ νόσο τελικοῦ σταδίου ὡς ἄσχετα μὲ τὴν παραγωγὴ καὶ τὴν κατανάλωση, ἀσύμφορα στὴν πρόοδο καὶ ἐξέλιξη τοῦ συστήματος καὶ ἐμπόδιο στὴν ἄνεση καὶ εὐδαιμονία των ὑπολοίπων.  Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἡ προθυμία συμπαραστάσεως ἀπὸ μέρους της εἶναι περιορισμένη.

23) Παράλληλα, δὲν μποροῦμε νὰ ἀγνοήσουμε καὶ τὴν ὕπαρξη ψυχολογικῶν αἰτίων ποὺ ὁδηγοῦν κάποιον στὸ νὰ ζητήσει εὐθανασία.  Τέτοια συνήθως εἶναι· ἡ ἀπόγνωση λόγῳ τῆς φυσικῆς δυσφορίας, ἡ δειλία μπροστὰ στὸν φυσικὸ πόνο, ἡ ἀπογοήτευση ἀπὸ τὴν ἐξασθένηση τῶν φυσικῶν δυνάμεων καὶ ὁ φόβος ὅτι ἀποτελεῖ βάρος γιὰ τοὺς οἰκείους του.

24) ῍Αν ὁ ἀσθενὴς διαπίστωνε ὅτι ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἢ καὶ ὅλα ἁπαλύνονται μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἰατρονοσηλευτικοῦ προσωπικοῦ καὶ τῶν συγγενῶν καὶ φίλων του, πολὺ δύσκολα θὰ ὁδηγεῖτο στὴν ἐπιλογὴ τῆς εὐθανασίας. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτελεῖ ἔμμεσο ἔλεγχο τῆς σύγχρονης κοινωνίας.

25) Τὸ αἴτημα τῆς εὐθανασίας προέρχεται συνήθως ἀπὸ ἄτομα ποὺ βρίσκονται σὲ κατάσταση καταθλίψεως. Αὐτὸ σημαίνει πρῶτον μὲν ὅτι οἱ συνθῆκες κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐκφράζεται ἡ ἐπιθυμία γιὰ εὐθανασία εἶναι τέτοιες ποὺ δὲν ἐγγυῶνται τὴν νηφαλιότητα τοῦ αἰτοῦντος, κατὰ δεύτερο δὲ λόγο ὅτι, μὲ τὴν κατάλληλη ὑποστήριξη, συμπαράσταση καὶ ἐνδεχομένως ψυχοθεραπευτικὴ ἀγωγή, τὰ ἴδια ἄτομα θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἐκφράσουν διαφορετικὲς ἐπιλογὲς γιὰ τὸ μέλλον τους.

῾Η ἀνίατη καὶ ἐπώδυνη ἀσθένεια ἐπιδρᾶ ἐπὶ τῆς ψυχικῆς ἰσορροπίας τοῦ ἀσθενοῦς σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε θὰ μπορούσαμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι εἶναι σχεδὸν ἀδύνατον ὁ ἀσθενὴς νὰ ἐκφράσει τὴ βούλησή του μὲ διαύγεια σκέψεως ἢ εὐθυκρισία. 

Η. Κοινωνικὲς συνέπειες τῆς εὐθανασίας

26) ῾Η ἐφαρμογὴ τῆς εὐθανασίας παρέχει ἐξουσίες στοὺς ἰατροὺς καὶ τοὺς συγγενεῖς πέραν, αὐτῶν ποὺ τοὺς ἀνήκουν, μὲ ἀνεξέλεγκτες συνέπειες.  ᾿Απὸ τὸν ἰατρὸ ἐξαρτᾶται ἡ περιγραφή τῆς καταστάσεως τοῦ ἀσθενοῦς.  ᾿Απὸ τοὺς συγγενεῖς, τῶν ὁποίων τὰ κίνητρα θὰ μποροῦσε ἐνίοτε νὰ εἶναι ἀμφιβόλου ποιότητος, ἐξαρτᾶται ἡ ἀπόφαση.  ῾Ο χαρακτήρας τους, ἡ νοοτροπία, ἡ διάθεση τῆς στιγμῆς, ἡ φιλοσοφικὴ καὶ θρησκευτικὴ τοποθέτησή τους, ἢ ἀκόμη καὶ προσωπικὰ συμφέροντα, θὰ μποροῦσε νὰ παίξουν καθοριστικὸ ρόλο στὴν ἀπόφαση κάποιου νὰ ζητήσει τὴν συντόμευση τῆς ζωῆς του.

27) ῾Ο ρόλος τοῦ ἰατροῦ, ὅπως ὡς τώρα τὸν γνωρίζουν οἱ κοινωνίες μας, εἶναι αὐτὸς τοῦ ἀνεκτίμητου συμπαραστάτη στὸν ἀγῶνα γιὰ ὑγεία καὶ ἐπιβίωση. ῾Η ἐνεργὸς ἀνάμειξή του στὴ διαδικασία ἐπισπεύσεως τοῦ θανάτου, ἀκόμη καὶ ἀπὸ συμπόνοια, καίρια τραυματίζει τὶς σχέσεις ἰατροῦ - ἀσθενοῦς καὶ ἀλλοιώνει τὴν ἀξία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ὡς ὕψιστου ἀγαθοῦ.

28) Τὸ λεγόμενο «δικαίωμα στὸν θάνατο», ποὺ ἀποτελεῖ τὴ νομικὴ κατοχύρωση τῆς εὐθανασίας, θὰ μποροῦσε νὰ μετεξελιχθεῖ σὲ ἀπειλή τῆς ζωῆς τῶν ἀσθενῶν ἐκείνων ποὺ ἀδυνατοῦν νὰ ἀνταποκριθοῦν οἰκονομικὰ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς θεραπείας καὶ νοσηλείας τους.  ῾Η αὐτονομία μας περιορίζεται ἀπὸ τὸ ὅτι εἴμαστε κοινωνικὰ ὄντα.

29) ᾿Ανοίγοντας οὐσιαστικὰ τὴ δίοδο πρὸς τὴν εὐθανασία, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν διευκολύνονται σχέδια ἀνόμων συμφερόντων, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ καλλιεργεῖται μία ρατσιστικὴ καὶ εὐγονικὴ λογική, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία προτιμῶνται οἱ ὑγιεῖς, οἱ νέοι, οἱ εὐκατάστατοι καὶ οἱ πετυχημένοι. ῾Η ἀπὸ τὴν κοινωνία ἀντιμετώπιση τοῦ πλησίον μόνο μὲ τὴ λογικὴ καὶ τὴν ἠθική τῶν ἐπιτροπῶν, τῆς παραγωγῆς καὶ τῶν δικαιωμάτων καὶ χωρὶς τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη ὁδηγεῖ στὸν εὐτελισμό τοῦ ἀνθρώπου.

30) ῾Η ἐφαρμογὴ τῆς εὐθανασίας σὲ ὁρισμένα κράτη δημιουργεῖ τὸν κίνδυνο ἄμεσων παρενεργειῶν καὶ προβλημάτων σὲ ἄλλα κράτη, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι ἡ λεγομένη «ἐμπορία τοῦ θανάτου», μὲ τὴ μεθόδευση παράνομης διακινήσεως ὅσων ἐπιθυμοῦν τὴν εὐθανασία (περίπτωση ῾Ολλανδίας καὶ Ἑλβετίας). 

Θ. Νομικὲς παρατηρήσεις γιὰ τὴν ζωὴ

31) ῾Η ἀξία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἀπόλυτο χαρακτήρα καὶ ἡ βασικὴ ἔκφρασή της ποὺ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ζωὴ προστατεύεται ἀπόλυτα, δηλαδὴ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ποιότητά της καὶ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν βούληση τοῦ φορέα της.  Μὲ ἄλλα λόγια, δικαίωμα αὐτοδιαθέσεως τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς δὲν ἀναγνωρίζεται.

Τὸ τεκμηριώνουν αὐτὸ διατάξεις ὅπως αὐτὲς ποὺ τιμωροῦν τὴν συμμετοχὴ (παρακίνηση ἢ βοήθεια) σὲ αὐτοκτονία (ἄρθρο 301 τοῦ Π.Κ.) ἢ τὴν ἀνθρωποκτονία ἐν συναινέσει τοῦ ἀνιάτως πάσχοντος (ἄρθρο 300 Π.Κ.), καθὼς ἐπίσης ἐκ τοῦ ὅτι ἡ συναίνεση τοῦ παθόντος σὲ ἐπικίνδυνη ἢ βαρειὰ σωματικὴ βλάβη δὲν αἴρει τὸ ἀξιόποινο.

32) ῾Η τυχὸν ἀναβάθμιση σὲ ἰσότιμη βάση τοῦ δικαιώματος αὐτο­διαθέσεως ὡς ἐκφράσεως τοῦ δικαιώματος ἐπὶ τῆς προσωπικότητος θὰ προκαλέσει ἐνδεχομένως ρωγμὴ στὸ σύστημα ἀπόλυτης προστασίας τῆς ζωῆς καὶ θὰ ἀνοίξει κάποια θύρα εἰσόδου αὐτοτελῶν δικαιωμάτων καὶ ἄλλων φορέων, ὅπως π.χ. τῶν συγγενῶν (καὶ ποιῶν;) ἢ τοῦ ἰατροῦ, ὅταν τὸ δικαίωμα αὐτοδιαθέσεως δὲν λειτουργεῖ.

33) ῾Η εὐθανασία τοῦ «θνήσκοντος» δηλαδὴ ἡ ἐπίσπευση τοῦ ἀναμενόμενου θανάτου, ἂν νομοθετηθεῖ, θὰ ἀποτελέσει ἐφαλτήριο καὶ γιὰ τὴν νομιμοποίηση τῆς εὐθανασίας τοῦ «ἀνιάτως πάσχοντος», τοῦ ὁποίου τὸ τέλος δὲν εἶναι ἐγγύς.  Στὴν περίπτωση αὐτήν, ἡ πολιτεία  ἐμπλέκεται σὲ ἀξιολογικὲς κρίσεις καὶ ἐπιλογὲς γιὰ τὴν ἀξία τῆς δεδομένης ζωῆς.

34) ῾Ο ποινικὸς κώδικας τῆς ῾Ελλάδος θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς καλύτερους καὶ πληρέστερους στὴν Εὐρώπη. Τὰ ἄρθρα 300 καὶ 301 τοῦ Π.Κ. θὰ μποροῦσαν, ἐπὶ τοῦ παρόντος, νὰ ἀποτελέσουν ἱκανοποιητικὸ ὁδηγὸ γιὰ κάθε περίπτωση εὐθανασίας.

35) ῾Η ἔνσταση συνειδήσεως τοῦ κάθε ἰατροῦ στὸ «ἐπίμονο καὶ σπουδαῖο» αἴτημα τοῦ ἀσθενοῦς γιὰ εὐθανασία εἶναι ἀπαραβίαστη.  Τὸ λεγόμενο δικαίωμα στὴ ζωὴ κάποιου δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγεῖ στὴν ἀπαίτηση νὰ φονευθεῖ ἀπὸ τὸν ἰατρό του. 

Ι. ῾Η πρόταση τῆς ᾿Εκκλησίας

            36) Βαθύτερα πνευματικὰ αἴτια ποὺ ὁδηγοῦν σὲ μιὰ θετικὴ στάση ἔναντι τῆς εὐθανασίας εἶναι συνήθως ὁ ἄκρατος ὑλισμός, ἡ πνευματικὴ ἀπογύμνωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἔλλειψη πίστεως ἢ ἡ ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, ἡ θεώρηση τοῦ πόνου καὶ τῆς ἀσθένειας ὡς ἀτυχίας ἢ ἀδικίας, ἡ ἀποϊεροποίηση τῆς ζωῆς, ἡ διασύνδεσή της μόνο μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ὀμορφιὰ καὶ τὴ φυσικὴ καὶ οἰκονομικὴ εὐρωστία καὶ ἡ θεώρηση τοῦ θανάτου ὡς μοιραίου κοινωνικοβιολογικοῦ συμβάντος καὶ ὄχι ὡς ἐνδιάμεσου σταδίου τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώ­που.

Σὲ μιὰ τέτοια κοινωνία, οἱ ἔννοιες θυσία, ὑπομονή, ἀπαντοχὴ καὶ ἐγκαρ­τέρηση εἶναι ἄγνωστες, ἐνῶ οἱ ἔννοιες ἔλεος, συμπόνοια καὶ εὐσπλαγχνία εἶναι παρερμηνευμένες.

37) ῾Η εὐθανασία, ἐνῶ δικαιολογεῖται κοσμικῶς ὡς «ἀξιοπρεπὴς θάνατος», στὴν ἐνεργητική της μορφή, ἀποτελεῖ ὑποβοηθούμενη αὐτοκτονία, δηλαδὴ συνδυασμὸ φόνου καὶ αὐτοχειρίας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, εἶναι παρακμιακὸ κοινωνικὸ φαινόμενο ἀπαξιώσεως τοῦ ἀνθρώπου.

38) Οἱ στιγμὲς τῆς ζωῆς μας ποὺ συνδέονται μὲ τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος της, ὅπως καὶ αὐτές τῆς ἀδυναμίας, τοῦ πόνου καὶ τῶν δοκιμασιῶν μας, ἐγκρύπτουν μιὰ μοναδικὴ ἱερότητα καὶ ἀποτελοῦν μυστήριο ποὺ ἀπαιτεῖ ἰδιάζοντα σεβασμὸ ἐκ μέρους τῶν συγγενῶν, τῶν ἰατρῶν, τῶν νοσηλευτῶν καὶ τῆς κοινωνίας ὁλόκληρης.  Οἱ στιγμὲς αὐτές, ἂν ἀντιμετωπισθοῦν πνευματικὰ καὶ μὲ προσευχή, διευκολύνουν τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καὶ προσφέρουν στὸν ἄνθρωπο τὴν ἐμπειρία τῆς θεϊκῆς χάριτος καὶ τοῦ θαύματος.

39) Οἱ ἴδιες στιγμὲς εὐνοοῦν τὸν σύνδεσμο τῶν ἀνθρώπων, τὴν ἀνάπτυξη κοινωνίας ἀγάπης, τὴν ἐκδήλωση συμπόνοιας καὶ ἐλέους. Τὸ αἴτημα κάποιων ἀσθενῶν γιὰ εὐθανασία στὴν οὐσία ἀποτελεῖ ἐρώτημα τῆς ἀγάπης μας πρὸς αὐτοὺς καὶ τῆς ἐπιθυμίας μας νὰ μείνουν κοντά μας.  Στὶς στιγμὲς αὐτὲς μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήσει τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀγάπη τῶν ἀνθρώπων.

40) ῾Η ᾿Εκκλησία ἀναγνωρίζει τὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ὅτι «κρείσσων θάνατος ὑπὲρ ζωὴν πικρὰν καὶ ἀνάπαυσις αἰώνιος ἢ ἀρρώστημα ἔμμονον» (Σόφ. Σειρ. λ´ 17).  Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ πολλὴ κατανόηση ἀντικρύζει ὅσους λυγίζουν μπροστὰ στὸν ἀφόρητο πόνο καὶ τὸν θάνατο.  ῾Ο λόγος τῆς ἀλήθειάς της εἶναι πάντα φιλάνθρωπος καὶ ἡ φιλανθρωπία της κοσμεῖται ἀπὸ τὴν ἀλήθεια.

                41) ῾Η ἀγάπη ἀπὸ τὴν φύση της δὲν εἶναι ἁπλὸ συναίσθημα ἀλλὰ πόνος καὶ μετοχὴ στὸ σταυρό τοῦ πάσχοντος ἀδελφοῦ.  ᾿Αγαπῶ δὲν σημαίνει ἀπαλλάσσω τὸν ἄλλον ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ σηκώνω καὶ ἐγώ τὸ βάρος τοῦ πόνου του ἢ τοῦ προσφέρω τὴ ζωή μου ἢ πολὺ περισσότερο τοῦ προσφέρω τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.  ῾Η ἀγάπη νοεῖται μόνον ἐν ἀληθείᾳ.

42) ῾Η ᾿Εκκλησία μας πιστεύει στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, στὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος, στὴν αἰώνια προοπτικὴ καὶ πραγματικότητα, στοὺς πόνους ὡς «στίγματα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν» (Γαλ. στ´ 17), στὶς δοκιμασίες ὡς ἀφορμὲς καὶ εὐκαιρίες σωτηρίας, στὴ δυνατότητα ἀναπτύξεως κοινωνίας ἀγάπης καὶ συμπαραστάσεως μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων.  Μὲ βάση αὐτά·

             α) διακηρύσσει ὅτι ἡ ζωή μας βρίσκεται στὰ χέρια καὶ μόνον τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ κάθε τὶ πού μᾶς συμβαίνει εἶναι πρὸς τὸ συμφέρον μας, ὅτι δὲν ἔχουμε τὸ δικαίωμα νὰ διορθώσουμέ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ καὶ

β) κάθε θάνατο ποὺ ἀποτελεῖ ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινων ἐπιλογῶν -ὅσο «καλός» κι ἂν ὀνομάζεται- τὸν ἀπορρίπτει ὡς «ὕβριν»  κατὰ τοῦ Θεοῦ.  Κάθε δὲ ἰατρικὴ πράξη ποὺ συνειδητὰ ἐπισπεύδει τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου τὴν καταδικάζει ὡς ἀντιδεοντολογικὴ καὶ προσβλητική τοῦ ἰατρικοῦ λειτουργήματος.

                Οἱ ἄνθρωποι προσευχόμαστε, δὲν ἀποφασίζουμε γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸν θάνατο.

43) Στὴ σύγχρονη μορφὴ εὐθανασίας, ὡς ἐπίσπευση καὶ πρόκληση θανάτου, ἡ ᾿Εκκλησία ἀντιπροτείνει τὴν εὐθανασία ὡς ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.  Εὐζωία καὶ εὐθανασία, γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία σημαίνουν ζωὴ καὶ θάνατος μὲ νόημα καὶ προοπτική.  ῾Η ἐπιλογή τοῦ θανάτου ὅταν προέρχεται ἀπὸ ἄρνηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁμαρτία.  ᾿Αντίθετα ὁ πόθος τοῦ θανάτου ὅταν ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ μοναδικὴ εὐλογία, εἰδικὴ χάρι καὶ σπάνια ἀρετὴ («ἐπιθυμίαν ἔχω ἀναλύσαι καὶ σὺν Χριστῷ εἶναι», Φιλιπ. α´ 23).

            44) Στὴν παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας ἀναφέρονται πολλὰ παραδείγματα ἁγίων ποὺ δὲν θέλησαν νὰ καταφύγουν σὲ ἰατροὺς ἢ φάρμακα γιὰ τὴν θεραπεία τους, ἀλλὰ ἀφέθηκαν ἐξ ὁλοκλήρου στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν περαιτέρω ἐξέλιξη τῆς ὑγείας καὶ τῆς ζωῆς τους.  ῾Υπάρχουν καὶ περιπτώσεις ἀσκητῶν οἱ ὁποῖοι κατέφυγαν στὴ χρήση φαρμάκων ἢ ἄλλων ἰατρικῶν μέσων καὶ θεώρησαν τὸ ἐγχείρημά τους αὐτὸ ὡς ἀπόκλιση ἀπὸ τὴν ὀδὸ τῆς τελειότητος.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ὑπαινίσσεται ἐπαμφοτερίζουσα στάση τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλὰ καταδεικνύει τὸν ἀπόλυτο σεβασμὸ στὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν σημασία τῆς ἐσώτερης προαιρέσεώς του.

Γι᾿ αὐτό, πίσω ἀπὸ κάθε λόγο τοῦ ἀσθενοῦς πρέπει νὰ διακρίνουμε τὴ βαθύτερη κατάσταση τῆς ψυχῆς του, ἡ ὁποία καὶ ἑρμηνεύει τὶς ἐπιθυμίες καὶ ἐπιλογές του.  ῞Ενας ἀσκητὴς ὅταν ἀρνεῖται τὴν θεραπεία σὲ νοσοκομεῖο καὶ ἐπιλέγει τὸ ἀσκητήριό του δὲν ἐνεργεῖ  εὐθανασιακά.  ᾿Αντίθετα κάποιος ποὺ χωρὶς ἐλπίδα καὶ ὑπομονὴ ἀρνεῖται τὴν ἰατρικὴ συμπαράσταση καὶ βοήθεια περικόπτει τὸ μῆκος της ζωῆς του ἔνοχα.

45) ῾Η παροχὴ ἰατρικῆς περιθάλψεως καὶ θεραπείας νομικὰ δὲν ἀποτελεῖ αὐτόνομο ἰατρικὸ δικαίωμα ἀλλὰ μόνον ὑποχρέωση, ἐφόσον καὶ στὸ μέτρο ποὺ τὴν ζητεῖ ὁ ἀσθενής.  ᾿Επίσης, ἡ ἐπέλευση τοῦ θανάτου «διὰ παραλείψεως» ἐφαρμογῆς τῆς ἐνδεδειγμένης ἀγωγῆς, λόγῳ ἄρνησης τοῦ ἔχοντος πλήρη συνείδηση ἀσθενοῦς νὰ δεχθεῖ τὴν ἰατρικὴ βοήθεια δὲν συνιστᾶ ἀνθρωποκτονία οὔτε συμμετοχὴ σὲ αὐτοκτονία.  Παρὰ ταῦτα ὁ ἰατρὸς ἔχει τὴν ἠθικὴ ὑποχρέωση νὰ βοηθήσει τὸν ἀσθενῆ νὰ συναινέσει στὴν προσπάθεια ποὺ γίνεται γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του.

46) Στὴν περίπτωση ποὺ ὁ ἀσθενὴς δὲν ἔχει συνείδηση, ἀλλὰ ὑπάρχει ἐλπίδα ἰάσεως, ὁ ἰατρὸς πρέπει νὰ βοηθήσει μὲ κάθε τρόπο στὴν συντήρηση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς.

47) ῞Οταν ὁ ἀσθενὴς δὲν ἔχει συνείδηση καὶ μετὰ βεβαιότητος δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα ἰάσεως, τὸ κενό τῆς ἀπουσίας συνειδήσεως τοῦ ἀσθενοῦς τὸ καλύπτει ἡ συνείδηση τοῦ ἰατροῦ καὶ τῶν συγγενῶν.  Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὑπογραμμίζεται ἡ ἀνάγκη καλλιεργημένης συνειδήσεως τῶν ἰατρῶν.  Στὶς περιπτώσεις ποὺ ὁ ἰατρός, στηριζόμενος στὶς γνώσεις, στὸ αἰσθητήριο, στὴν ἐμπειρία, στὴν ἀγάπη πρὸς στὸν ἀσθενῆ καὶ στὴν πίστη του στὸν Θεό, αἰσθάνεται πὼς πρέπει νὰ ἀποφύγει τὴν χρήση ἐπιθετικῶν μέσων ποὺ περισσότερο ταλαιπωροῦν καὶ καθόλου δὲν θεραπεύουν, αὐτὸ δὲν κηλιδώνει τὴν ἠθική του ἀκεραιότητα.

48) ῾Η χρήση της ἰατρικῆς ἐπεμβάσεως καλὸ εἶναι νὰ ἐκτείνεται μέχρι τοῦ σημείου ποὺ οἱ ἐπιπλοκὲς καὶ τὰ ἐπιπρόσθετα προβλήματα ποὺ δημιουργεῖ δὲν βασανίζουν περισσότερο ἀπ᾿ ὅσο ἀνακουφίζουν.  ῾Ο πόνος παραχωρεῖται ἀπὸ τὸν Θεό· δὲν πρέπει νὰ προκαλεῖται οὔτε νὰ ἐπιτείνεται ἀπὸ τὴν ἰατρική. ῾Η παράταση τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀνακούφιση ἀπὸ τὸν πόνο πρέπει νὰ συνεργοῦν στὴ βούληση τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι νὰ ἀποτελοῦν αὐτοσκοπό.

49) Τὸ ἐνδεχόμενο νὰ προκληθεῖ μὲ θεραπευτικὲς ὑπερβολὲς τεχνητὴ παράταση τῶν φυσικῶν ὁρίων τῆς ζωῆς καὶ διατήρηση μιᾶς καταστάσεως ἐπ᾿ ἀόριστον, μὲ ἀποτέλεσμα μέχρι καὶ τὴν καταρράκωση τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας τοῦ ἀσθενοῦς (μὲ πλεῖστες ὅσες συνέπειες στὸν περίγυρό του, μιὰ οἰκονομικὴ αἱμορραγία ἢ καταστροφὴ καὶ τὴν πρόκληση συναφῶν ψυχολογικῶν ἀδιεξόδων) εἶναι κάτι στὸ ὁποῖο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ ἰατρὸς οὔτε συνειδητὰ νὰ συμπράξει.

50) Στὰ ὅρια μεταξὺ εὐθανασίας μὲ παράλειψη καὶ εὐθανασίας μὲ πράξη κινοῦνται οἱ περιπτώσεις ὅπου·

(α) ἐφαρμόζεται ἤδη μιὰ μέθοδος συντηρήσεως (π.χ. μηχανικὴ ὑποστήριξη) χωρὶς προοπτικὴ ἀνακάμψεως, ὁπότε τὸ ἐρώτημα εἶναι ἂν μὲ θετικὴ πράξη ἐπιτρέπεται νὰ διακοπεῖ ἡ τροφοδοσία καὶ

(β) χορηγοῦνται συνειδητὰ καταπραϋντικὰ καὶ παυσίπονα ποὺ ἐνδεχομένως ἐπισπεύδουν τὸν θάνατο.

Στὴν πρώτη περίπτωση, ἡ θετικὴ πράξη ἐπιφορτίζει τὴ συνείδηση μὲ αἴσθημα ἐνοχῆς γιὰ συμμετοχὴ στὸν θάνατο τοῦ ἀσθενοῦς, ἐνῶ στὴ δεύτερη περίπτωση, ἡ ἀπουσία ἀμεσότητος καὶ βεβαιότητος γιὰ κάτι τέτοιο δὲν ἐπιβαρύνουν τὴ συνείδηση.  ᾿Εδῶ τὸ ἄμεσο καὶ βέβαιο εἶναι ἡ ἀνακούφιση τοῦ ἀσθενοῦς ἀπὸ τοὺς πόνους.

51) Στὴν περίπτωση τῆς καθαρῆς μὲ θετικὴ πράξη εὐθανασίας δὲν ὑπάρχει καμιὰ δυνατότητα δικαιολογήσεως καὶ γι᾿ αὐτὸ οὔτε ἡ ὑπὸ προϋποθέσεις νομιμοποιήσή της εἶναι ἠθικὰ ἐπιτρεπτή.

῾Ο πολιτικὸς καὶ κατ᾿ ἐπέκταση ὁ νομοθέτης δὲν μποροῦν νὰ αὐτοαναγορεύονται σὲ ρυθμιστές τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου.

52) ῾Η καλλιέργεια ὑγιῶν σχέσεων ἀγάπης καὶ κοινωνίας καὶ ὅ,τι ἄλλο ἰσχυροποιεῖ τὸν ἄνθρωπο ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἀντιμετωπίσει τὸν θάνατο καὶ τὸν πόνο συντελοῦν στὴν ἀντιμετώπιση τῆς δοκιμασίας καὶ στὴν μετατροπή της ἀπὸ προσωπικὴ ἀγωνία σὲ ἀφορμὴ ὑγιοῦς μεθέξεως καὶ κοινωνίας.

53) Στὶς περιπτώσεις ποὺ ὁ ἀσθενὴς βρίσκεται σὲ τέτοιο πανικὸ καὶ διακατέχεται ἀπὸ τὸν πειρασμὸ νὰ ἀποζητεῖ τὴν εὐθανασία, ἡ ᾿Εκκλησία μπορεῖ μὲ τὴν παρουσία της, τὸν παρηγορητικὸ λόγο, τὴν ἀποτελεσματικὴ προσευχή της, τὸ μυστήριο τοῦ ἁγίου εὐχελαίου, τὴν ἀγάπη της νὰ δώσει τόση ἐλπίδα καὶ ἀνακούφιση ποὺ νὰ εἶναι ἐντονότερη ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ πόνου καὶ τὴν ἐπιθυμία τοῦ θανάτου.  Τότε ἡ εὐθανασία δὲν ἀπουσιάζει μόνον ἀπὸ τὸ φρόνημα τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλὰ δὲν ἔχει πλέον θέση καὶ στὶς ἐπιλογὲς τοῦ ἀσθενοῦς.

54) ῾Η ᾿Εκκλησία γιὰ νὰ κάνει αἰσθητὴ τὴν παρουσία της στὶς στιγμὲς τῶν κρίσιμων ἀποφάσεων καὶ δοκιμασιῶν δὲν πρέπει νὰ περιμένει τοὺς ἀσθενεῖς, ἀλλὰ καλεῖται ἡ ῎Ιδια νὰ τοὺς συναντᾶ διεισδύοντας διακριτικὰ καὶ ἀποτελεσματικὰ στὰ νοσοκομεῖα.  Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν,  συνιστᾶται ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν νὰ ὑποστηρίξει τὸν θεσμὸ τῶν νοσοκομειακῶν ἱερέων, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ νὰ προβεῖ στὴν ὀργάνωση ἐθελοντικῶν ὁμάδων στὰ νοσοκομεῖα, μὲ σκοπὸ τὴν φωτισμένη συμπαράσταση τῶν βαρειὰ ἀσθενῶν.  ῍Αν ἡ ἐγκατάλειψη ὁδηγεῖ στὴν εὐθανασία, ἡἀγάπη, ἡσυμπαράσταση καὶ ἡ οὐσιαστικὴ ἐλπίδα ἐνισχύουν τὴν ἀγάπη στὴ ζωή.

 


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ
ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Ιωάννου Γενναδίου 14 (115 21)

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΒΙΟΗΘΙΚΗΣ



ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ
ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΤΗΣ 
ΥΠΟΒΟΗΘΟΥΜΕΝΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ 

(ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΒΟΗΘΟΥΜΕΝΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ)


(11.1.2006)

 

α. Εἰσαγωγὴ

            1) Τὸ ὅλο θέμα τῆς τεχνολογικὰ ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς, ἢ ἴσως ὀρθότερα παρεμβατικῆς γονιμοποίησης, εἶναι μοναδικῆς ψυχολογικῆς σπουδαιότητος, κοινωνικῆς σημασίας ἀλλὰ καὶ πνευματικῆς βαρύτητος. Μὲ τὶς σύγχρονες ἀναπαραγωγικὲς τεχνικὲς εἶναι δυνατὸν νὰ δικαιωθοῦν οἱ προσδοκίες τῶν ὑπογόνιμων συζύγων καὶ νὰ ἱκανοποιηθεῖ ἡ βαθειὰ ἀνάγκη τῆς πατρότητος καὶ τῆς μητρότητος. Κάτι τέτοιο μπορεῖ μὲν νὰ ἐνισχύει τὴν συνοχὴ τῆς συζυγικῆς ζωῆς καὶ νὰ αὐξάνει τὸ αἴσθημα τῆς πληρότητος καὶ τῆς ὁλοκληρώσεως τῆς ἔννοιας τῆς οἰκογένειας, παράλληλα ὅμως γεννᾶ καινοφανῆ προβλήματα ἠθικοῦ, ἰατρικοῦ, ψυχολογικοῦ, νομικοῦ καὶ κοινωνικοῦ χαρακτῆρος. Τὰ προβλήματα αὐτὰ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μηχανοποίησης ἑνὸς κατ᾿ ἐξοχὴν προσωπικοῦ, βαθειὰ συναισθηματικοῦ καὶ ἱεροῦ γεγονότος, τὸ δὲ μέγεθος καὶ ἡ ποικιλότητά τους ἀποτελοῦν συνάρτηση τῶν χρησιμοποιουμένων μεθόδων, τῶν συνθηκῶν κάτω ἀπὸ τὶς ὁποῖες αὐτὲς ἐφαρμόζονται καὶ τῶν ἀνεξέλεγκτων δυνατοτήτων καὶ ἀναπόφευκτων συνεπειῶν ποὺ αὐτὲς συνεπάγονται.

            2) ῾Η ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγὴ ἀποτελεῖ ἀναμφίβολα ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐντυπωσιακὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἰατρικῆς καὶ τῶν βιολογικῶν ἐπιστημῶν, μὲ βαθύτατες κοινωνικὲς συνέπειες. Τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεως ἑνὸς νέου ἀνθρώπου, μὲ τὸ ὁποῖο αὐτὴ συνδέεται, χαιρετίζεται μὲ ἰδιαίτερο θαυμασμό, δέος καὶ χαρά. Παράλληλα ὅμως καὶ τὸ πρόβλημα τῆς ποιοτικῆς στάθμης τῆς ζωῆς καὶ αὐτοῦ καὶ τῶν γονέων του δὲν εἶναι εὐκαταφρόνητο. Γιὰ τὴν ᾿Εκκλησία ποιότητα ζωῆς ἑνὸς ἀνθρώπου δὲν σημαίνει μόνον βιολογικὴ ἢ ψυχολογικὴ ἀρτιότητα καὶ κοινωνικὴ εὐδαιμονία, ἀλλὰ μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ δυνατότητα πνευματικῆς ὁλοκλήρωσης. Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ διάσταση εἶναι ποὺ προσδίδει στὸν ἄνθρωπο τὸ αἴσθημα τῆς ψυχοσωματικῆς ἁρμονίας καὶ τὴν ἔκταση τῆς ὑπαρξιακῆς του πληρότητος.

β. Βασικὲς θεολογικὲς θέσεις

            3) ῾Η ᾿Εκκλησία προσλαμβάνοντας καὶ μεταμορφώνοντας τὴ συνείδησή μας ἐπισημαίνει καὶ διατηρεῖ τὶς τεράστιες δυνατότητες καὶ τὶς ἀπεριόριστες προοπτικὲς ποὺ διανοίγει στὸν ἄνθρωπο ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ κανένα τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ νοηθεῖ ὡς ἀντικειμενοποιημένη αὐθεντία ποὺ ἀποβλέπει στὴν τυποποίηση ἢ στὴν ἀστυνόμευση τῆς ζωῆς μας. Σκοπός της δὲν εἶναι ἡ ἐπιβολὴ κανόνων καὶ ἀπαγορεύσεων στὴ ζωή μας, ἀλλὰ ἡ διαμόρφωση κριτηρίου ποὺ ὁδηγεῖ στὴ γνώση τῆς ἀλήθειας ποὺ ἐλευθερώνει (᾿Ιω. η´ 32).

            4) ῾Η ᾿Εκκλησία βαθειὰ γνωρίζει καὶ μὲ συμπάθεια κατανοεῖ τὴν ἀνθρώπινη φύση καὶ ἀδυναμία μας. Παράλληλα ὅμως θέλει νὰ προστατεύσει καὶ τὴν ἱερότητα τοῦ προσώπου μας· μαζὶ μὲ τὴν ἐπιθυμία τῆς τεκνογονίας, νὰ ἐμπνεύσει καὶ τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ· μαζὶ μὲ τὴν φιλανθρωπία της, νὰ προσφέρει καὶ τὴν ἀκεραιότητα τῆς ἀλήθειας της· μαζὶ μὲ τὴν οἰκονομία της, νὰ δώσει καὶ τὴν ἀκρίβεια τοῦ θεϊκοῦ θελήματος.

            5) Βασικὸ στοιχεῖο τῆς Ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας εἶναι ἡ ἀναγνώριση τῆς ἱερότητος τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἑνώνει μὲ τὴν ὕπαρξή του τὸν αἰσθητὸ καὶ νοητὸ κόσμο. Σκοπὸς τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ» πλασμένου ἀνθρώπου εἶναι νὰ ὁμοιωθεῖ μὲ τὸν Θεὸ (Γεν. α' 26), νὰ φθάσει δηλαδὴ στὴν θέωση καὶ τὸν ἁγιασμό. Μὲ τὸν ἀπώτερο αὐτὸν σκοπό, ὁ ἄνθρωπος ἐργάζεται, ἀναπτύσσει οἰκογένεια, καλλιεργεῖ τὶς τέχνες καὶ τὴν ἐπιστήμη, ὀργανώνει τὶς κοινωνίες. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὅταν κανεὶς ἀσχολεῖται μὲ τὸν ἄνθρωπο, πολὺ περισσότερο ὅταν «χειρίζεται» τὸν ἄνθρωπο, ἱερουργεῖ καὶ συνεπῶς πρέπει νὰ ἐνεργεῖ μὲ ἱερὸ φόβο καὶ σεβασμό.

            6) ῾Ο ἄνθρωπος δὲν εἶναι αἴτιος τῆς ὑπάρξεώς του. Κάθε ἀναγωγὴ στὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του πρέπει νὰ γίνεται μὲ αἴσθημα δέους καὶ ὄχι μὲ «ὕβριν». Τὸν Θεό, εἴτε Τὸν βλέπουμε ὡς χορηγὸ τῆς ζωῆς, ὁπότε Τὸν προσεγγίζουμε μετὰ φόβου, εἴτε ἀδιαφοροῦμε γι᾿ Αὐτόν, ὁπότε ἐνεργοῦμε οἱ ἴδιοι ὡς θεοί. Στὴ δεύτερη περίπτωση ἔχουμε τὴν «ὕβριν», τὸ τίμημα τῆς ὁποίας εἶναι βαρύ.

γ. ῾Η σημασία τῆς ψυχοσωματικῆς συμφυΐας τοῦ ἀνθρώπου

            7) Κάθε ἄνθρωπος ἔχει ἀθάνατη, αἰώνια ψυχή, στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὸ σῶμά του. ῾Η ψυχοσωματικὴ συμφυΐα προσωρινὰ διακόπτεται μὲ τὸν βιολογικὸ θάνατο καὶ ἀποκαθίσταται μὲ τὴν ἀνάσταση τῶν σωμάτων στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

            8) ῾Η βιολογικὴ ἀρχὴ τοῦ ἀνθρώπου σημαδεύει καὶ τὴν γέννησή του ὡς ψυχοσωματικῆς ὀντότητος μὲ σύμφυτη τὴν δυνατότητα τοῦ «τέκνον Θεοῦ γενέσθαι» (᾿Ιω. α´ 12). ῾Η γονιμοποίηση, μαζὶ μὲ τὴν βιολογικὴ ζωὴ καὶ ὀντότητα, προσδίδει στὸν ἄνθρωπο τὴν ὕπαρξη, τὸ εἶναι, τὴν ψυχή.

            9) ῾Η ψυχὴ δὲν ἐγκαθίσταται στὸ σῶμα, ἀλλὰ εἶναι σύμφυτη, μὲ αὐτό. Μαζὶ μὲ τὸ σῶμα γεννιέται καὶ ἡ ψυχή.

            Μάλιστα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ὁμιλεῖ διεξοδικὰ γιὰ τὸ ταυτόχρονο τῆς γεννήσεως ψυχῆς καὶ σώματος· «᾿Αλλ᾿ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ διὰ ψυχῆς τε καὶ σώματος συνεστηκότος, μίαν αὐτοῦ καὶ κοινὴν τῆς συστάσεως τὴν ἀρχὴν ὑποτίθεσθαι, ὡς ἂν μὴ αὐτὸς ἑαυτοῦ προγενέστερός τε καὶ νεώτερος γένοιτο, τοῦ μὲν σωματικοῦ προτερεύοντος ἐν αὐτῷ, τοῦ δὲ ἑτέρου ἐφυστερίζοντος... ᾿Εν δὲ τῇ καθ᾿ ἕκαστον δημιουργίᾳ μὴ προτιθέναι τοῦ ἑτέρου τὸ ἕτερον, μήτε πρὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν, μήτε τὸ ἔμπαλιν...» («Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου», ΕΠΕ 5, 206.)

            10) Κάθε ἄνθρωπος ποὺ συλλαμβάνεται ἔχει μὲν ἀρχή, ἀλλὰ δὲν ἔχει τέλος. ῾Η ἀρχή, ἡ σύλληψη τοῦ κάθε ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ γιὰ τὴν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἕνα γεγονὸς μοναδικῆς σπουδαιότητος. ῾Ο θεῖος προορισμὸς καὶ ἡ προοπτικὴ τῆς αἰωνίου βασιλείας προσδίδουν στὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεως μιὰ μοναδικότητα ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς βιολογικῆς ταυτότητος καὶ τοῦ ἐφήμερου βίου.

δ. ῾Η ἀνάγκη τῆς μητρότητος

            11) ῾Η ἐπιθυμία ἀποκτήσεως τέκνων εἶναι φυσικὴ καὶ ἱερή. Μέσα σὲ αὐτήν, ἡ ᾿Εκκλησία ἀναγνωρίζει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ νὰ δημιουργήσει τὸν ἄνθρωπο γιὰ νὰ γίνει μέτοχος τῆς μακαριότητός Του. Κατὰ τὸν ἅγιο ᾿Ιωάννη τὸν Δαμασκηνό·  «᾿Επεὶ οὖν ὁ ἀγαθὸς καὶ ὑπεράγαθος Θεὸς οὐκ ἠρκέσθη τῇ ἑαυτοῦ θεωρίᾳ ἀλλ᾿ ὑπερβολῇ ἀγαθότητος εὐδόκησε γενέσθαι τινὰ τὰ εὐεργετηθησόμενα καὶ μεθέξοντα τῆς αὐτοῦ ἀγαθότητος, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παράγει καὶ δημιουργεῖ τὰ σύμπαντα ἀόρατά τε καὶ ὁρατά· καὶ τὸν ἐξ ὁρατοῦ τε καὶ ἀοράτου συγκείμενον ἄνθρωπον» (῎Εκδοσις ᾿Ορθοδόξου Πίστεως, κεφ. «Περὶ Δημιουργίας», ΕΠΕ 1, 142).

            12) ῾Η ἀνατομία, ἡ φυσιολογία, ἡ μηνιαία περιοδικὴ ὑπόμνηση τοῦ φύλου, ἡ ὁρμονικὴ ἰσορροπία, ἡ συναφὴς μὲ ὅλα αὐτὰ ψυχολογία τοῦ γυναικείου φύλου εἶναι ὅλα προσανατολισμένα στὴν μητρότητα. Κατὰ τὴν ἐγκυμοσύνη, ἡ γυναίκα βιώνει καὶ ἐκδηλώνει στὸν μέγιστο βαθμὸ τὰ ἰδιώματα τοῦ φύλου καὶ τῆς φύσεώς της. ῾Η βασικότερη λειτουργία τοῦ γυναικείου σώματος, πρὸς τὴν ὁποία εἶναι στραμμένη ὁλόκληρη ἡ γυναικεία ὕπαρξη, εἶναι ἡ ἀναπαραγωγική. ῾Η γυναίκα ὑπάρχει ὅπως εἶναι ἀνατομικά, φυσιολογικὰ καὶ συναισθηματικὰ γιὰ τὸ ἔμβρυο, τὴν κύηση καὶ τὴν τεκνοποιία.

            13) ᾿Ανάλογη μὲ τὴν ἀνάγκη τῆς μητρότητος εἶναι καὶ αὐτὴ τῆς πατρότητος. Γιὰ τοὺς λόγους αὐτούς, ἡ ᾿Εκκλησία ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ στειρότητα καὶ ἡ ἀτεκνία θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν δυσβάσταχτο σταυρό, ποὺ συχνὰ δημιουργεῖ ἔντονες ψυχικὲς διαταραχές, μεγάλες κοινωνικὲς δυσκολίες, ἐνίοτε δὲ καὶ ἀξεπέραστα προβλήματα στὴν ἁρμονικὴ συμβίωση τῶν συζύγων. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸν χαρακτήρα μιᾶς βιολογικῆς ἀνεπάρκειας ἀντικρύζει καὶ τὴν βούληση τοῦ Θεοῦ ἢ τὸ ἐνδεχόμενο μιᾶς εὐλογίας, ποὺ ἐκφράζονται ὡς δοκιμασία.

            14) ᾿Επὶ πλέον, ἐπειδὴ ἡ ᾿Εκκλησία ἀναγνωρίζει στὸν κάθε ἄνθρωπο ὄχι μόνον φυσικὴ ταυτότητα (βιολογική, ψυχολογικὴ κ.λπ.) ἀλλὰ κυρίως ἀπεριόριστες πνευματικὲς δυνατότητες, ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ ὑπογονιμότητα ἀποτελεῖ ἀναπηρία ἢ παράγοντα ἀθεράπευτης κοινωνικῆς ἀδυναμίας τὴν βρίσκει διαμετρικὰ ἀντίθετη. Εἶναι συχνὸ τὸ φαινόμενο ζευγάρια, τὰ ὁποῖα δυσκολεύονται μὲν νὰ τεκνοποιήσουν ἔχουν ὅμως σαφῆ πνευματικὸ προσανατολισμό, νὰ εἶναι ἰδιαίτερα παραγωγικὰ σὲ ποικίλους ἄλλους τομεῖς τῆς κοινωνικῆς καὶ πνευματικῆς ζωῆς.

            15)  ῾Η ᾿Εκκλησία ἀντικρύζοντας τὴν σύγχρονη πρόοδο τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας ἀντιλαμβάνεται ὅτι γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο πολλὲς ἐπιθυμίες ποὺ ὡς χθὲς ἔμοιαζαν μὲ ὄνειρα, σήμερα ἐμφανίζονται ὡς  βάσιμες ἐλπίδες. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ ὑποδέχεται μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμό. Παράλληλα ὅμως διαβλέπει ὅτι ἡ τεχνολογικὴ πρόοδος συχνὰ μεταμορφώνει τὶς ἐπιθυμίες σὲ ἀνάγκες καὶ καθιστᾶ τὸν ἀγώνα γιὰ πνευματικὴ ἐλευθερία δυσκολότερο.

            16) Συνέπεια αὐτῆς τῆς νοοτροπίας εἶναι τὸ παράδοξο, ἐνῶ στὴν ἐποχή μας ἡ ἐπιθυμία τῆς τεκνογονίας τῶν γόνιμων συζύγων εἶναι ἐπικίνδυνα ὑποβαθμισμένη, ἡ ἀνάγκη ἀποκτήσεως ἀπογόνων τῶν ὑπογόνιμων νὰ γίνεται ψυχολογικὰ καὶ κοινωνικὰ ἐπιτακτική. Τὸ πρόβλημα εἶναι πιὸ ἔντονο στὶς κλειστὲς κοινωνίες, ὅπου ἡ κοινωνικὴ πίεση χειροτερεύει τὴν κατάσταση. ῾Η ὑπογονιμότητα ὅμως ἐνίοτε ἀποτελεῖ ἀσφαλιστικὴ δικλεῖδα τῆς φύσης ὥστε νὰ μὴν ἐπιβαρύνονται ἄνθρωποι ποὺ δύσκολα θὰ μποροῦσαν νὰ σηκώσουν τὸ βάρος τῆς τεκνογονίας. Συχνὰ ὅταν τέτοιοι ἄνθρωποι ἐπιμένουν καὶ ἀποκτοῦν παιδιὰ κληρονομοῦν καὶ ἀνεπίλυτα προβλήματα.

            17) Οὐσιαστικὴ θὰ ἦταν ἡ συνεισφορὰ τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τῶν ποιμένων της στὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ νοσηρὲς ἀπόψεις καὶ ἀδικαιολόγητες κοινωνικὲς πιέσεις. Παράλληλα, θὰ μποροῦσαν νὰ συντελέσουν στὴν καλλιέργεια μιᾶς ἀντίληψης ὅτι, ἐνῶ ἡ γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ εἶναι εὐλογία -καὶ μάλιστα μεγάλη-, ἡ ὑπογονιμότητα οὔτε τοὺς συζύγους ὑποβιβάζει οὔτε τὴν σχέση βλάπτει οὔτε τὸν γάμο καταργεῖ.

            18) ῾Η ἐπίμονη καὶ μὲ κάθε μέσο προσπάθεια ὑπερβάσεως τῆς στειρότητος ἐνέχει τὸν κίνδυνο νὰ μετατρέψει τὸν φυσικὸ καὶ ἱερὸ πόθο τῆς τεκνογονίας σὲ ἀνυποχώρητο θέλημα ποὺ μάλιστα ἀντιστρατεύεται αὐτὸ τοῦ Θεοῦ. Κάθε προσπάθεια θεραπείας τῆς στειρότητος θὰ ἔπρεπε νὰ ἀφήνει χῶρο καὶ στὴν ταπεινὴ ἀποδοχὴ τῆς ἐνδεχόμενης ἀποτυχίας της.

            19) ῾Η ἀρχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου ὡς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ εἶναι μὲν ἐκ θελήματος ἀνθρώπου εἶναι ὅμως καὶ ἐκ θελήματος Θεοῦ. ῾Η σύγχρονη τεχνολογία, ἐνῶ ἀποτελεῖ μεγάλη εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο ὅταν χρησιμοποιεῖται μὲ σύνεση καὶ σεβασμό, τοῦ δίνει παράλληλα τὴν δυνατότητα νὰ ἀντιταχθεῖ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὸ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους Του. Καὶ ἐκεῖ ποὺ ὁ Θεὸς θέλει, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀποτρέπει καὶ ἐκεῖ ποὺ ὁ Θεὸς ἀρνεῖται, ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐπιμένει.

            20) ῾Ο κάθε ἄνθρωπος ποὺ γεννιέται δὲν ἔρχεται σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο γιὰ νὰ στολίσει τὴν ζωὴ τῶν γονέων του οὔτε γιὰ νὰ αὐξήσει τὴν περιουσία τους σ᾿ αὐτὴν τὴν ζωὴ οὔτε γιὰ νὰ ἀποτελέσει τὴν βιολογικὴ καὶ ψυχολογικὴ προέκτασή τους, ἀλλὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, δῶρο ἀγάπης καὶ ἐμπιστοσύνης τοῦ Θεοῦ στοὺς γονεῖς γι᾿ αὐτήν· ἔρχεται πρῶτα γιὰ νὰ ἀναπαύσει τὸν Θεό, νὰ ἐκφράσει τὴν κενωτικὴ καὶ κοινωνικὴ ἀγάπη Του, ἔπειτα γιὰ νὰ ζήσει ἐν ἀληθείᾳ ὁ ἴδιος καὶ λιγότερο γιὰ νὰ ἱκανοποιήσει συναισθηματικὰ ἢ κοινωνικὰ τοὺς γονεῖς του.

            21) Γιὰ τοὺς λόγους αὐτούς, ἡ σύλληψη τοῦ κάθε ἀνθρώπου πρέπει νὰ ἀποτελεῖ βεβαιωμένη ἔκφραση τοῦ θεϊκοῦ θελήματος καὶ ὄχι ἀποκλειστικὸ ἀποτέλεσμα ἀνθρώπινης ἐπιλογῆς καὶ ἀποφάσεως. Μὲ ἄλλα λόγια πρέπει νὰ εἶναι καρπὸς ταπεινῆς καὶ ἐλεύθερης ὑποταγῆς τοῦ θελήματος τῶν γονέων στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο εἶναι τὸ αὐτεξούσιο· ἡ μεγαλύτερη ἀπειλή του τὸ ἀνθρώπινο θέλημα.

ε. ῾Η ἱερότητα τῆς ἀνθρώπινης ἀρχῆς

            22) ῾Ο τρόπος ποὺ ἀρχίζει ἡ ζωὴ εἶναι ἱερός· ἡ ἀκριβὴς ἀρχὴ τῆς ζωῆς, μέσα στὰ πλαίσια τῆς φυσιολογίας, εἶναι ἐλεύθερη ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη αἴσθηση. Τὸ γεγονὸς τελεῖται «ἐν κρυπτῷ», συνδυάζεται μὲ τὴν ἐντονότερη ἔκφραση τῆς ἀγάπης τῶν συζύγων καὶ καταξιώνει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο τὸ ἀνθρώπινο σῶμα. ῾Η ἀναπαραγωγικὴ λειτουργία εἶναι καὶ σεξουαλική· εἶναι ἡ μόνη μὴ ἀντανακλαστικὴ ἀλλὰ αὐτεξούσια λειτουργία του· εἶναι ἡ κατ᾿ ἐξοχὴν ψυχοσωματικὴ λειτουργία· γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή της ἀπαιτεῖται καὶ τὸ ἕτερο φύλο.

            23) ῾Η σύγχρονη τεχνολογία μᾶς εἰσάγει πλέον στὴ λογικὴ τῆς συζυγικῆς συνεύρεσης δίχως ἀναπαραγωγὴ καὶ τῆς ἀναπαραγωγῆς δίχως συνεύρεση. ῾Ο δυναμισμὸς τῆς τεχνολογικῆς παρουσίας βγάζει τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν ζεστασιὰ καὶ τὸ σκοτάδι τοῦ μητρικοῦ σώματος στὴν ψύχρα τοῦ δοκιμαστικοῦ τριβλίου καὶ στὴν διαφάνεια τοῦ σωλήνα· ἀπὸ τὸ ἄγνωστο τῆς στιγμῆς στὴν ἀκριβῆ γνώση τῆς ἱερῆς ἀρχῆς· ἀπὸ τὴν μοναδικότητα τῆς συζυγικῆς παρουσίας τῶν γονέων στὴν ἀπουσία τους καὶ τὴν ἀντικατάστασή τους ἀπὸ τὸ ἰατρικὸ προσωπικό. Τὴν ἱερὴ στιγμὴ τῆς ἀνθρώπινης ἀρχῆς οἱ δύο γονεῖς δὲν εἶναι μαζί· οὔτε κἂν παρόντες· τὸ παιδὶ «κατασκευάζεται» ἀπὸ τοὺς γιατροὺς καὶ τοὺς νοσηλευτές· δὲν «συλλαμβάνεται» ἀπὸ τοὺς γονεῖς. ᾿Επὶ πλέον μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει τὸ γενετικὸ ὑλικὸ τῶν «γονέων» του· ἀνάμεσά τους μπορεῖ νὰ μπεῖ καὶ τρίτος, ὁ  «δότης».

            24) ῾Η προκλητὴ ἐξαγωγὴ σπέρματος γίνεται μὲ μὴ φυσικοὺς καὶ συνήθως ἠθικὰ μὴ ἀποδεκτοὺς τρόπους. ᾿Αποτελεῖ ὀργασμὸ ἔξω ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς φυσιολογικῆς συνουσίας ποὺ οὕτως ἢ ἄλλως τραυματίζει τὴν ἱερότητα τοῦ γεγονότος. ῞Οταν, βέβαια, ἀποσκοπεῖ στὴν δημιουργία ἀπογόνων, δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ ὡς ἐφάμαρτη πράξη ἀπώλειας σπέρματος, ἀρκεῖ νὰ ἐπιτελεῖται μὲ τρόπους μὴ εὐτελιστικοὺς τοῦ καθόλου ἀνθρώπου. Πάντως ἀπαιτεῖ ἰδιαίτερη εὐαισθησία καὶ προσοχή.

στ. Status καὶ φύση τοῦ ἐμβρύου

            25) Τὸ ἔμβρυο ἔχει καὶ ἀρχὴ καὶ προοπτικὴ ἀνθρώπινη. Τὰ κύτταρά του, τὸ γενετικὸ ὑλικό του, ἡ μορφολογία καὶ ἡ φυσιολογία του εἶναι ὅλα ἀνθρώπινα. Καὶ ἡ δυνατότητά του νὰ ἀναπτυχθεῖ σὲ τέλειο ἄνθρωπο, καὶ σὲ τίποτε ἄλλο, ἐπισφραγίζει τὴν ἀνθρώπινή του ὀντότητα.

            ῞Ενα γονιμοποιημένο ὠάριο δὲν μπορεῖ πλέον νὰ ξαναγονιμοποιηθεῖ μὲ ἄλλο σπερματοζωάριο. Τὰ χαρακτηριστικὰ μιᾶς καινούργιας ἀνθρώπινης ζωῆς ἔχουν προσδιορισθεῖ ἀμετάκλητα· ἡ γονιμοποίηση εἶναι ὁριστικὴ καὶ μὴ ἀναστρέψιμη.

            26) Τὸ σπερματοζωάριο εἶναι τοῦ πατέρα, ἐνῶ τὸ ὠάριο τῆς μητέρας. ᾿Αντίθετα τὸ ἔμβρυο ἀμέσως μετὰ τὴν στιγμὴ τῆς γονιμοποιήσεώς του ἀποκτᾶ δική του ταυτότητα· εἶναι μὲν τῶν γονέων ὡς πρὸς τὴν εὐθύνη καὶ ὑποχρέωση τῆς προστασίας του -ἀφοῦ αὐτοὶ τὸ θέλησαν καὶ τὸ δημιούργησαν- εἶναι ὅμως ἀνεξάρτητο ὡς πρὸς τὸ δικαίωμα ὁλοκλήρωσης τῆς ἀνάπτυξής του, προκειμένου νὰ ἐκφράσει τὴν δική του βούληση.

            27) Τὸ ζυγωτό1, τὸ ἔμβρυο τῶν πρώτων ἡμερῶν, τὸ ἐμφυτευμένο ἔμβρυο, τὸ σχηματοποιημένο ἢ αὐτὸ τῶν ἐννέα μηνῶν, τὸ νεογέννητο βρέφος, τὸ μικρὸ παιδί, ὁ ἔφηβος, ὁ ἐνήλικος, ὁ ἡλικιωμένος, ὁ ἄνθρωπος σὲ ὅλα τὰ στάδια τῆς ἀνάπτυξής του ἔχει τὴν αὐτὴ τέλεια ἀνθρώπινη ταυτότητα. ᾿Απὸ ἄκρας συλλήψεως τὸ ἔμβρυο δὲν εἶναι ἁπλᾶ γονιμοποιημένο ὠάριο· εἶναι τέλειος ἄνθρωπος κατὰ τὴν ταυτότητα καὶ διαρκῶς τελειούμενος κατὰ τὴν φαινοτυπικὴ ἔκφραση καὶ ὀργάνωση.

ζ. Πνευματικὴ κατάσταση τοῦ ἐμβρύου

            28) ῞Ολα αὐτὰ ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς βιολογικῆς ζωῆς στὸν ἄνθρωπο ταυτίζεται μὲ ἕνα μοναδικῆς καὶ ἀνεπανάληπτης σπουδαιότητος γεγονός· τὴν γέννηση μιᾶς νέας ψυχῆς. Στὸ κάθε λοιπὸν ἔμβρυο, μαζὶ μὲ τὸν κυτταρικὸ πολλαπλασιασμὸ ποὺ χαρακτηρίζει τὴν αὔξηση τοῦ σώματός του, μαζὶ μὲ τὴν κληρονομικὴ μεταφορὰ τῶν χαρακτηριστικῶν ποὺ διαμορφώνουν τὸ πρόσωπό του, ἐπιτελεῖται ἡ γέννηση καὶ ἡ ἀνάπτυξη τῆς ψυχῆς του. Μὲ τὴν ψυχή του θὰ περάσει ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο περίβλημα στὸ ἔνδυμα τῆς θεότητος, ἀπὸ τὸν χρόνο στὴν αἰωνιότητα, ἀπὸ τὴν φθορὰ στὴν ἀφθαρσία, ἀπὸ τὴν φυσικὴ ὁμοιότητα τῶν γονέων του στὴν πνευματικὴ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. Μέσα στὸ ἔμβρυο ταπεινὰ εἰκονίζεται ὁ Θεός.

            29) ῞Οπως ἡ σωματικὴ ὁλοκλήρωση ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπαιτεῖ μιὰ πολύμηνη βιολογικὴ προετοιμασία, τὴν κύηση, κατ᾿ ἀνάλογο τρόπο καὶ ἡ διαδικασία ἐκδηλώσεως τῆς ψυχῆς του ἔχει διάρκεια· ἀρχίζει μὲ τὴν σύλληψη γιὰ νὰ ὁλοκληρωθεῖ στὴ συνέχεια. ῞Οσο προχωρεῖ ἡ διαδικασία βιολογικῆς ὁλοκλήρωσης τοῦ ἀνθρώπου, τόσο αὐξάνει καὶ ὁ βαθμὸς φανέρωσης τῶν λειτουργιῶν τῆς ψυχῆς. Κατὰ τὸν ἅγιο Θεολόγο Γρηγόριο, καθὼς τὸ σῶμα αὐξάνει καὶ τελειοποιεῖται, ὅλο καὶ περισσότερο ξεχύνεται ἡ σοφία, ἡ σύνεση καὶ ἡ ἀρετὴ τῆς ψυχῆς (῎Επη Δογματικά, Η´ Περὶ ψυχῆς, PG 37, 453-454)2.

            30) Τὸ γεγονὸς τῆς συναντήσεως τῆς Θεοτόκου μὲ τὴν ᾿Ελισάβετ καὶ τὸ σκίρτημα τοῦ ἐμβρύου Προδρόμου (Λουκ. α' 41) εἰς ἀναγνώρισιν τοῦ ἐμβρύου ᾿Ιησοῦ παραπέμπουν ὄχι μόνο στὴν βιολογικὴ κινητικότητα ἀλλὰ καὶ στὴν πνευματικὴ ἔκφραση τῆς ψυχῆς στὸ ἔμβρυο.

            31) ᾿Ανάλογες ἀναφορὲς στὰ κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁμιλοῦν γιὰ σημαντικὰ πνευματικὰ γεγονότα ποὺ συνέβησαν σὲ μεγάλους ἄνδρες (Δαβίδ, ῾Ησαΐας, ῾Ιερεμίας) «ἐκ κοιλίας μητρός αὐτῶν», καταδεικνύοντας ἔτσι τὸ ὅτι ἡ ἐμβρυϊκὴ κατάσταση ἀποτελεῖ φάση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς κατὰ τὴν ὁποία ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπενεργεῖ ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου.

            ᾿Αλλὰ καὶ ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος στὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολή του ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ κλήση του χρονολογεῖται ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς κυοφορίας του· «ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέ­σας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ» (Γαλ. α´ 15).

            ῾Ο Θεὸς λοιπὸν καλεῖ, ἁγιάζει, προορίζει, ὀνομάζει προφῆτες καὶ ἀποστόλους ἀκόμη ἀπὸ τὴν ἐμβρυϊκή τους ἡλικία.

            32) Τὸ γεγονὸς τῆς συλλήψεως θεωρεῖται μέγα, ἰδιαιτέρως εὐλογημένο καὶ ἱερό. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν καὶ ἡ ᾿Εκκλησία ὑπενθυμίζει καὶ ἑορτάζει τὶς συλλήψεις τῶν προσώπων τῆς θείας οἰκονομίας. Κατ᾿ ἀρχὴν μὲν τὸ ἀπόρρητον μυστήριον τῆς συλλήψεως τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, στὶς 25 Μαρτίου, ἔπειτα δὲ τὴν σύλληψη τῆς Θεο­τόκου, στὶς 9 Δεκεμβρίου, καὶ τέλος τὴν σύλληψη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, στὶς 23 Σεπτεμβρίου.

η. ᾿Ηθικὰ δικαιώματα τοῦ ἐμβρύου

            33) Μέσα ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἔμβρυο εἶναι ἄνθρωπος καὶ πρόσωπο ἐν ἐξελίξει, ζωὴ ἐξαρτημένη ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν θέληση τρίτων, ἀνήμπορο νὰ συντηρηθεῖ καὶ νὰ ἀμυνθεῖ ἀπὸ μόνο του, προκύπτουν ἀσφαλῶς καὶ τὰ δικαιώματά του.

            34) Τὸ πρῶτο εἶναι τὸ δικαίωμα τῆς ἀνθρώπινης ταυτότητος. Τὸ ἔμβρυο ἔχει ἠθικῶς ἀναφαίρετο τὸ δικαίωμα νὰ φανερώσει τὸ ἴδιο τὴν ταυ­τότητα καὶ νὰ ἀναπτύξει τὴν προσωπικότητά του. ᾿Αντὶ ἐμεῖς νὰ ἀποφασίζουμε τί εἶναι καὶ ποιό εἶναι, πρέπει νὰ τοῦ δώσουμε τὴν δυνατότητα νὰ μᾶς τὸ ἀποκαλύψει τὸ ἴδιο· νὰ ἀποδείξει ὅτι εἶναι ἄνθρωπος καὶ νὰ φανερώσει τὰ φυσικὰ καὶ ψυχικά του γνωρίσματα ποὺ τὸ διαφοροποιοῦν καὶ τὸ ξεχωρίζουν ἀπὸ ὅλους τοὺς ὑπόλοιπους ἀνθρώπους. Αὐτὸ τὸ δικαίωμα πρέπει νὰ τὸ προστατεύσει ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ κοινωνία.

            35) Τὸ δεύτερο δικαίωμα εἶναι τὸ δικαίωμα τῆς ζωῆς. ῾Η φυσικὴ πορεία τοῦ ἐμβρύου εἶναι αὐτὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Τὸ δικαίωμα νὰ ζήσει πρέπει νὰ τοῦ τὸ ἀναγνωρίσουμε, νὰ τὸ προστατεύσουμε καὶ νὰ τὸ φροντίσουμε. Τὸ ἔμβρυο πρέπει νὰ φθάσει στὴν δική του κατάσταση αὐτόνομης ζωῆς μὲ τὶς καλύτερες δυνατὲς συνθῆκες. ᾿Αλλὰ καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ὕπαρξής του πρέπει νὰ εἶναι μόνον ἡ ζωὴ καὶ ποτὲ ὁ πειραματισμὸς (πειραματικὰ ἔμβρυα), τὸ περίσσευμα (πλεονάζοντα ἔμβρυα) ἢ ἡ ἀναμονὴ σὲ συνθῆκες κατάψυξης (κατεψυγμένα ἔμβρυα). Τὸ γεγονὸς ὅτι γιὰ χιλιάδες ἔμβρυα ὁ ζεστὸς μητρικὸς χῶρος ἀνάπτυξης ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸ παγερὸ περιβάλλον ἑνὸς καταψύκτη καὶ ἡ δυνατότητα τῆς ζωῆς ἀπὸ τὴν προοπτικὴ τοῦ πειραματισμοῦ καὶ τοῦ θανάτου ἀποτελεῖ ὑποβιβασμὸ τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ προσβολὴ τοῦ δικαιώματος στὴ ζωή.

            36) Τὸ τρίτο δικαίωμα εἶναι τὸ δικαίωμα τῆς αἰωνιότητος. Τὸ ἔμβρυο ἔχει προοπτικὴ ἀθανασίας, εἶναι προορισμένο ἀπὸ τὴ στιγμὴ τῆς συλλήψεώς του νὰ περάσει στὴ ζωὴ τῆς αἰωνιότητος. Αὐτὸ φανερώνει τὸ δικαίωμα τοῦ Θεοῦ νὰ ἐπαναλαμβάνει τὴν εἰκόνα Του ἐν τῷ ἀνθρώπῳ.

θ. Προβλήματα ἐξωσωματικῆς γονιμοποίησης

            37) ᾿Εξ ὅλων αὐτῶν καταφαίνεται ὅτι οἱ σύγχρονες τεχνικὲς ἐξωσωματικῆς γονιμοποίησης ἐνέχουν ἠθικὲς καὶ πνευματικὲς παραμέτρους τέτοιες ποὺ ἐπιβάλλουν στὴν ᾿Εκκλησία μία ἐπιφυλακτικότητα, ἡ ὁποία στηρίζεται στὰ ἑξῆς τέσσερα σημεῖα·

            α) ῾Η σύλληψη τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὶς σύγχρονες τεχνικὲς εἶναι ἀσεξουαλική, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι εἶναι γυμνὴ ἀπὸ τὴν ἱερότητα, ἀσφάλεια καὶ βεβαιότητα τῆς συζυγικῆς συνευρέσεως. ῾Ο ἄνθρωπος πλέον δὲν γεννᾶται φυσιολογικά, ἀλλὰ «κατασκευάζεται» τεχνητά.

            β) ᾿Εν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἔμβρυα καὶ τὸ σπέρμα, τὰ ὠάρια πολὺ δύσκολα καταψύχονται. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ συνήθεις πρακτικὲς διευκολύνουν τὴν μαζικὴ προκλητὴ ἐξαγωγὴ ὠαρίων, ἡ γονιμοποίηση τῶν ὁποίων ὁδηγεῖ στὸ πρό­βλημα τῶν πλεοναζόντων καὶ κατεψυγμένων ἐμβρύων.

            γ) Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ γονιμοποίηση γίνεται ἐκτὸς τοῦ μητρικοῦ σώματος καὶ ἀπουσίᾳ τῶν γονέων δημιουργεῖ ἀπεριόριστες ἐπιλογὲς μὴ φυσικῶν καὶ ἠθικῶς ὑπόπτων γονιμοποιήσεων μὲ ὅσα αὐτὲς συναφῆ προβλήματα συνεπάγονται.

            δ) ῾Η ἐξωσωματικὴ γονιμοποίηση δίνει τεράστιες δυνατότητες προεμφυτευτικῆς γενετικῆς ἐπεξεργασίας καὶ παρεμβάσεως μὲ ἀνυπολόγιστες συνέπειες.

            38) ῾Η ἀσεξουαλικὴ σύλληψη ἀπογυμνώνει τὴν στιγμὴ τῆς ψυχοσωματικῆς ἀρχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἔντονης συζυγικῆς ἀγάπης καὶ ὁλοκληρωτικῆς ψυχοσωματικῆς ἑνώσεώς τους. ῾Ο νόμος τοῦ Θεοῦ ὁρίζει ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ γεννᾶται ἀπὸ ἔκρηξη ἀγάπης καὶ ὄχι μόνον ἀπὸ μηχανικὴ ἕνωση γενετικῶν κυττάρων (γαμετῶν). Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει «τὸ εἶναι δεδανεισμένον» δὲν ἐναρμονίζεται μὲ τὴν ἀπαίτησή του νὰ προσδιορίζει ὁ ἴδιος τὸν τρόπο τῆς ἀρχῆς τοῦ εἶναι του· νὰ ἀποσπᾶ τὴν δημιουργία τῆς ὑπάρξεώς του ἀπὸ τὴν ἀγαπητικὴ σχέση τῶν γονέων καὶ νὰ τὴν μεθοδεύει σὲ ἰατρικὰ ἐργαστήρια μὲ προσωπικὲς προτιμήσεις καὶ ἐπιλογές.

            39) ῎Αμεση συνέπεια τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποίησης εἶναι ἡ δημιουργία «πλεοναζόντων ἐμβρύων». ῾Η ᾿Εκκλησία ἀρνεῖται τὸν ὅρο αὐτόν, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ ὅτι ὑπάρχουν περισσευούμενοι ἄνθρωποι, τὴν τύχη τῶν ὁποίων μάλιστα καθορίζουν κάποιοι τρίτοι. ῾Ο κάθε ἄνθρωπος -καὶ συνεπῶς τὸ κάθε ἔμβρυο- ἔχει τὴν μοναδικότητα τοῦ προσώπου, τὴν ἱερότητα τῆς ἀνεπανάληπτης εἰκόνας τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς κοινωνίας τῶν ὑπολοίπων μαζί του.

            40) Τὰ ἀτυχῶς ἀποκαλούμενα «πλεονάζοντα ἔμβρυα» διατηροῦνται ἐν καταψύξει εἴτε πρὸς μελλοντικὴ χρήση ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς γονεῖς, εἴτε πρὸς δανεισμὸ σὲ ἄλλους «γονεῖς», εἴτε γιὰ ἐπιτέλεση ἐπ᾿ αὐτῶν πειραμάτων εἴτε γιὰ νὰ ἀποτελέσουν ἐργαστήρια ὀργανογενέσεως γιὰ τὴν κάλυψη μεταμοσχευτικῶν ἀναγκῶν εἴτε τέλος γιὰ νὰ καταστραφοῦν. Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ βέβαια ἡ ᾿Εκκλησία δὲν δύναται νὰ ἐπευλογήσει. ᾿Επίσης ἔμβρυα αὐτονομημένα ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς κυοφορίας παραμένουν γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία καὶ θεολογία ἀδικαιολόγητα. Κάθε ἔμβρυο ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ποὺ πρέπει νὰ τῆς δοθεῖ ἡ εὐκαιρία τῆς πρὸς Αὐτὸν ὁμοιώσεως.

            41) ῾Η κατάψυξη τῶν ἐμβρύων ὅμως συνδυάζεται καὶ μὲ ἄλλα ἀξεπέραστα προβλήματα. Γιὰ παράδειγμα, πόσο χρόνο εἶναι θεμιτὸ νὰ διατηροῦνται ἔμβρυα στὴν κατάψυξη καὶ τί θὰ γίνει στὴν περίπτωση ποὺ λόγῳ διαζυγίου ἢ θανάτου ἢ κάποιας ἄλλης αἰτίας οἱ γονεῖς δὲν τὰ ἀναζητήσουν;  Εἶναι καλύτερο αὐτὰ νὰ καταστραφοῦν ἢ νὰ δωρηθοῦν σὲ κάποιο ἄλλο ζευγάρι; καὶ ποιός εἶναι ὁ ἁρμόδιος νὰ διαλέξει ἀνάμεσα σὲ δυὸ κακὰ τὸ μὴ χεῖρον;

            42) ῾Η ἐξωσωματικὴ γονιμοποίηση παρέχει καινοφανεῖς δυνατότητες μὲ ἀπροσδιόριστες ἠθικὲς καὶ κοινωνικὲς συνέπειες. ῎Ετσι γιὰ πρώτη φορὰ ἐμφανίζονται στὸ προσκήνιο οἱ ἰδέες τῆς δωρεᾶς σπέρματος καὶ ὠαρίου, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ προσφυγὴ στὶς ἀναπαραγωγικὲς δυνατότητες τρίτης γυναίκας ὡς πρακτικῶς ἐφικτές. Κάτι τέτοιο μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει στὸ φαινόμενο ἐξασθένησης ἢ καὶ ἀμφισβήτησης τῆς σχέσης γονέως-παιδιοῦ ἢ μὴ ἰσοδύναμης σχέσης τῶν δύο γονέων μὲ τὸ παιδὶ - ἀφοῦ ὁ ἕνας ἐκ τῶν γονέων εἶναι φυσικὸς γονέας καὶ ὁ ἄλλος ἐπέχει θέσιν πατριοῦ ἢ μητριᾶς- ἢ παρεμβολῆς τῆς φέρουσας μητέρας3 στὴν ἱερὴ σχέση τῶν γενετικῶν γονέων μὲ τὸ παιδί, στὴν δημιουργία ἀδελφῶν ἀγνώστων μεταξύ τους, στὸν κίνδυνο ἀγνώστων αἱμομεικτικῶν σχέσεων κ.ἄ. Κάθε μορφὴ ἑτερόλογης γονιμοποίησης4 στὴν οὐσία προκαλεῖ ὑποβιβασμὸ τῆς ἐννοίας τῆς μητρότητος καὶ τῆς πατρότητος καί, ἐπειδὴ παρεμβάλλει τρίτο πρόσωπο στὴν ἱερὴ διαδικασία τῆς ἀνθρώπινης ἀναπαραγωγῆς - καὶ συνεπῶς τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου -, ἡ ᾿Εκκλησία δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν υἱοθετήσει.

            43) Στὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία μόνον ὁ ἕνας ἐκ τῶν συζύγων συμβάλλει βιολογικὰ στὴν γέννηση τοῦ παιδιοῦ, ἡ περίπτωση ὁμοιάζει μὲ αὐτὴν τῆς υἱοθεσίας, ἀλλὰ διαφέρει κατὰ τὸ ὅτι ὁ ἕνας ἐκ τῶν γονέων εἶναι φυσικὸς γονέας καὶ ὁ ἄλλος ἐπέχει θέσιν πατριοῦ ἢ μητριᾶς. ᾿Αντίθετα, ἡ περίπτωση δανεισμοῦ ἐμβρύου φαίνεται νὰ ὁμοιάζει μὲ αὐτὴν τῆς κλασικῆς υἱοθεσίας.

            44) Στὶς περιπτώσεις ποὺ γιὰ αὔξηση τῶν πιθανοτήτων ἐπιτυχίας ἐπιτελεῖται μεταφορὰ περισσοτέρων ἐμβρύων συχνὰ ἐμφανίζεται τὸ ἐνδεχόμενο πολλαπλῆς κύησης. ῾Η προτεινόμενη στὶς περιπτώσεις αὐτὲς «ἐπιλεκτικὴ μείωση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν ἐμβρύων» πρὸς ἐπιτυχία τῆς κυοφορίας στὴν οὐσία ἀποτελεῖ καταστροφὴ ζώντων ἐμβρύων ποὺ μὲ κανένα τρόπο ἡ ᾿Εκκλησία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδεχθεῖ.

            45) ῾Η ἑτερόλογη γονιμοποίηση ἐνίοτε παραλληλίζεται μὲ τὴν μοιχεία, διαφέρει ὅμως ἀπὸ αὐτὴν κατὰ τὸ ὅτι δὲν προϋποθέτει ἐξωσυζυγικὴ ἐρωτικὴ σχέση, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ καὶ τὴν κύρια αἰτία τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῆς μοιχείας ὡς ἁμαρτίας καὶ ἠθικῆς ἐκτροπῆς. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ἡ ᾿Εκκλησία θὰ ἔπρεπε νὰ διατηρήσει μὲν τὶς ἐπιφυλάξεις της ὡς πρὸς τὴν ἑτερόλογη γονιμοποίηση, νὰ ἀποφύγει ὅμως τὴν ἐπιτίμησή της ὡς μοιχείας.

            46) ῾Η δυνατότητα κυοφορίας ἀπὸ φέρουσα ἢ ὑποκατάστατη μητέρα5 μπορεῖ μὲν νὰ ἔχει τὴν θετική της πλευρὰ κατὰ τὸ ὅτι ἐξυπηρετεῖται ἔτσι ἐν ἀγάπῃ ἡ κυοφορία, ἐπειδὴ ὅμως ὁ ἀναπτυσσόμενος σύνδεσμος μὲ τὸ ἔμβρυο κατὰ τὴν κύηση εἶναι οὐσιαστικὸ καὶ ἀναπόσπαστο μέρος ὄχι μόνο τῆς μητρότητος ἀλλὰ καὶ τῆς ἐμβρυϊκῆς ἀνάπτυξης, ἡ μὲν συνέχιση τῆς σχέσεως φέρουσας μητέρας-παιδιοῦ ἀδικεῖ τοὺς γενετικοὺς γονεῖς, ἡ δὲ διακοπή της ἀδικεῖ καὶ τὴν φέρουσα μητέρα, πρὸ πάντων δὲ ἀδικεῖ τὸ παιδί. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, κυρίως ὅμως ἐπειδὴ ἔτσι διασαλεύεται ἡ οἰκογενειακὴ συνοχή, ἡ ᾿Εκκλησία δυσκολεύεται νὰ ἐπευλογήσει μιὰ τέτοια ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν φυσιο­λογικὴ ὁδό.

            47) ῾Η ἐξωσωματικὴ γονιμοποίηση δίνει τὴν δυνατότητα τεκνοποίησης καὶ στὶς ἄγαμες μητέρες. Τὸ γεγονὸς ὅμως αὐτὸ πρέπει νὰ ἀπορριφθεῖ διότι ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἐξυπονοεῖ γέννηση ἐκτὸς γάμου, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ ἀδικεῖ τὸ παιδὶ κατὰ τὸ ὅτι προγραμματίζει τὴν δίχως πατέρα ἀνάπτυξή του.

            Στὴν ἴδια κατηγορία καὶ λογικὴ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἐντάξει καὶ τὶς περιπτώσεις γονιμοποίησης μὲ σπέρμα ἀποθανόντος συζύγου ἢ κυοφορίας κατεψυγμένου ἐμβρύου μετὰ τὸν θάνατο τοῦ συζύγου.

            48) ᾿Ανάλογα ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴν τεκνοποίηση ὑπερηλίκων μητέρων. Οἱ συλλήψεις τέτοιου τύπου ἐπικεντρώνονται στὴν φίλαυτη ἐπιθυμία τῆς μητέρας νὰ ἀποκτήσει παιδί, οἱ προϋποθέσεις συμπαραστάσεως στὴν ἀνάπτυξη τοῦ ὁποίου ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν φύση εἶναι περιορισμένες. Τὸ παιδὶ αὐτὸ θὰ προσφέρει μὲν τὴν χαρὰ τῆς γεννήσεώς του στοὺς γονεῖς του, τὸ ἴδιο ὅμως θὰ ἔχει πολὺ περιορισμένες πιθανότητες νὰ ἀπολαύσει τὴν φυσικὴ παρουσία καὶ καμμία τὴν νεανικὴ ἀκμὴ τῶν γονέων του. Οἱ ἴδιοι οἱ φυσικοὶ νόμοι προσδιορίζουν τὶς παραμέτρους ἀνάπτυξης ἑνὸς ἀνθρώπου. ῾Η τεκνοποίηση ὑπερηλίκων μητέρων ἀποτελεῖ ἐγωιστικὸ μυωπικὸ θέλημα καὶ ἀδικεῖ τὸ νεογέννητο παιδί.

            49) ῾Η παρεμβατικὴ γονιμοποίηση δίνει δυνατότητα τεκνοποίησης καὶ σὲ ζεύγη ὁμοφυλοφίλων. ῾Η ᾿Εκκλησία θὰ πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀντιταχθεῖ σὲ κάτι τέτοιο, διότι ἀποτελεῖ ὄχι ἁπλῶς φυσικὴ ἀνωμαλία ἀλλὰ ἠθικὴ διαστροφὴ μὲ βέβαιες καταστροφικὲς ψυχολογικὲς συνέπειες στὸ παιδὶ καὶ ἀνυπολόγιστες στὴν κοινωνία.

            50) Μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποίησης συνδέεται καὶ ὁ προεμφυτευτικὸς ἔλεγχος. ῞Οταν ὁ προεμφυτευτικὸς ἔλεγχος συνεπάγεται θεραπευτικὴ ἢ προληπτικὴ ἐπέμβαση καὶ στὴ συνέχεια ἐμφύτευση, εἶναι συμβατὸς μὲ τὴν κλασικὴ ἰατρικὴ ἀντίληψη. Οἱ περιπτώσεις ὅμως αὐτὲς ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἐπὶ τοῦ παρόντος εἶναι ἐλάχιστες, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ δὲν εἶναι ἄμοιρες ὅλων τῶν ὑπολοίπων συνεπειῶν τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποίησης. Μάλιστα ὅταν οἱ ἐξετάσεις εἶναι θετικές - δηλαδὴ διαγνωσθεῖ γενετικὴ πάθη­ση -, σχεδὸν πάντοτε ὁδηγεῖ σὲ διακοπὴ τῆς κυήσεως.

            ᾿Επὶ πλέον ὁ ἔλεγχος αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ ὁδηγήσει σὲ κάποια ἐπιλογὴ χαρακτηριστικῶν (φύλου, χρώματος κόμης ἢ ὀφθαλμῶν κ.λπ.) ἢ ἀκόμη καὶ σὲ καταστροφὴ ἐμβρύων μὲ ἀνεπιθύμητα χαρακτηριστικὰ καὶ συνεπῶς νὰ ὑπηρετήσει μιὰ εὐγονικὴ ἀντίληψη ζωῆς.

            Γιὰ τοὺς λόγους αὐτούς, ἐνῶ ὁ προεμφυτευτικὸς ἔλεγχος ἀποτελεῖ σύγ­χρονη διαγνωστικὴ μέθοδο ποὺ ὑπόσχεται πολλά, ἡ ᾿Εκκλησία πρέπει νὰ διατηρήσει τὶς σαφεῖς ἐπιφυλάξεις της.

            51) ῾Η κλωνοποιητικὴ ἀναπαραγωγὴ καταργεῖ τὴν φυσιολογικὴ διαδικασία τῆς σύλληψης, στὴν οὐσία ὑποβιβάζει τὸ ἀνδρικὸ φύλο - ἀφοῦ καταργεῖ τὴν συμμετοχὴ καὶ τὸν ρόλο του στὴν ἀναπαραγωγή -, τραυματίζει τὴν συμμετοχὴ τῆς μητέρας - ἀφοῦ δὲν συνεισφέρει τὸ γενετικὸ ὑλικό της -, διατα­ράσσει τὴν ἰσορροπία τῶν φύλων, ὑπὸ προϋποθέσεις προσβάλλει τὴν ἱερότητα τοῦ προσώπου καὶ ἀποτελεῖ περισσότερο ὕβρι παρὰ ἐπίτευγμα.

            52) ῾Η μικρογονιμοποίηση ἀποτελεῖ μὲν μέθοδο ποὺ βελτιώνει τὰ ἀποτελέσματα τῆς τεχνητῆς παρέμβασης στὴν ἀναπαραγωγή, ἀλλὰ περιορίζει ἔτι περισσότερο τὸν ρόλο τῆς φυσιολογικῆς ἐπιλογῆς - ποὺ πολλὲς φορὲς μάλιστα λειτουργεῖ προστατευτικά - ἀφοῦ ἡ γονιμοποίηση τοῦ ὠαρίου δὲν γίνεται μέσα σὲ περιβάλλον σπέρματος μὲ πολλὰ σπερματοζωάρια, ἀλλὰ μὲ ἕνα προεπιλεγμένο σπερματοζωάριο.

            Τὸ γεγονὸς ὅτι ἐπὶ τοῦ παρόντος ἀδυνατοῦμε νὰ διαγνώσουμε ἐκ τῶν προτέρων τυχὸν γενετικὲς ἀνωμαλίες στὰ σπερματοζωάρια - ἡ ἐπιλογὴ τῶν ὁποίων γίνεται μέ βιολογικὰ μόνον κριτήρια - ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ὑποκατάσταση τῆς φύσεως στὴν εὐθύνη δημιουργίας γενετικῶς παθολογικῶν ἐμβρύων, πράγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἕναν ἐπὶ πλέον λόγο ἠθικῆς ἐπιφυλακτικότητος στὴν μικρογονιμοποίηση.

            53) ῞Ολες αὐτὲς οἱ πρακτικές, ἂν δὲν εἶναι πάντοτε σαφῶς εὐγονικὲς στὴν ἔκφρασή τους, εἶναι εὐγονικὲς στὴν ἀντίληψή τους. Δὲν καταφέρνουν νὰ ἀποτρέψουν τὴν ἐμφάνιση τῆς ἀναπηρίας, ἀλλὰ συνήθως ἐξαφανίζουν τὸν ἀνάπηρο. ῞Οσο δὲν ξεχωρίζει ἡ πάθηση ἀπὸ τὸν πάσχοντα, ὁ μόνος τρόπος ἀντιμετώπισής της φαίνεται νὰ εἶναι ὁ θάνατος τοῦ πάσχοντος στὴν πιὸ ἀδύναμη, ἱερὴ καὶ εὐαίσθητη φάση καὶ ἔκφραση τῆς ζωῆς του. ῾Η καταστροφὴ τοῦ παθολογικοῦ ἐμβρύου ἐμφανίζεται ὡς ἡ προτεινόμενη «θεραπεία».

            54) ῾Η ἐξαγωγὴ τῆς συνένωσης τῶν γαμετῶν6, δηλαδὴ τῆς σύλληψης, ἔξω ἀπὸ τὸ μητρικὸ σῶμα, ἀνοίγει τεράστιες δυνατότητες γενετικῶν παρεμβάσεων ποὺ μποροῦν νὰ ἀλλοιώσουν ἀνεπανόρθωτα τὸ ἀνθρώπινο εἶδος καὶ σὲ βιολογικὴ βάση καὶ σὲ κοινωνικὴ ἔκφραση καὶ οἱ ὁποῖες εἶναι σὲ ἐπικίνδυνο βαθμὸ ἀνεξέλεγκτες. ῾Ο συνδυασμὸς ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν ἀδυναμίας ἐπιβολῆς μηχανισμῶν ἐλέγχου ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ μεγάλων δυνατοτήτων γενετικῆς παρέμβασης μπορεῖ νὰ ἀποδειχθεῖ καταστροφικός.

ι. ῾Ο ρόλος τῆς τεχνολογίας

            55) Χωρὶς ἀμφιβολία, ἡ σύγχρονη τεχνολογία ἔχει συμβάλει ἀνυπολόγιστα στὴν ἔρευνα τῆς ὑγείας καὶ ὑπόσχεται ἀκόμη περισσότερα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὴν ἐποχή μας. Παρὰ ταῦτα, ἡ ἀλόγιστη χρήση της ἀπειλεῖ μὲ ἀποϊεροποίηση τὸν ἄνθρωπο καὶ ἐγκυμονεῖ τὸν κίνδυνο τῆς θεωρήσεώς του ὡς μηχανῆς μὲ ἀνταλλακτικὰ καὶ ἐξαρτήματα.

            56) ῾Ο ἄνθρωπος, ἂν δὲν προσέξει, δὲν κατευθύνει μόνον ἀλλὰ καὶ κατευθύνεται ἀπὸ τὴν τεχνολογία. Γοητεύεται ἀπὸ τὰ ἐπιτεύγματά της καὶ ὑποδουλώνεται σ᾿ αὐτά. ᾿Εν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας γιὰ τὴν ἐπιστημονικὴ καὶ τεχνολογικὴ πρόοδο, ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἐπέκταση τῆς κυριαρχίας του στὴ φύση, μπορεῖ νὰ ἀφανίσει τὴν δική του ἐλευθερία.

            57) Στὸ μέτρο ποὺ ἡ χρήση τῆς τεχνολογίας καὶ ἀνθρώπινης παρέμβασης ὄχι μόνον δὲν παραβιάζει τὴν ἱερότητα τοῦ γεγονότος τῆς ἀνθρώπινης γονιμοποίησης, ἀλλ᾿ ἀπεναντίας τὴν ὑποβοηθεῖ, εἶναι ὄχι μόνον ἐπιτρεπτὴ ἀλλὰ θεάρεστη καὶ ἐπιθυμητή. ῞Οταν ὅμως ἐπιβάλλει παρὰ φύσιν ἐπιλογές, διασαλεύει τὴν οἰκογενειακὴ τάξη καὶ συνοχή, διαταράσσει τὴν συνεργασία πνευματικοῦ καὶ φυσικοῦ νόμου καὶ ὑποκαθιστᾶ τὸν Θεό, ἡ τεχνολογικὴ πρόοδος δὲν ἀποτελεῖ ἐπιτυχία. ᾿Επιτυχία δὲν εἶναι μόνον ἡ ἰδιοφυὴς ἀνακάλυψη μιᾶς νέας ἐπαναστατικῆς τεχνικῆς, μέσα στὰ τεράστια πραγματικὰ ὅρια τῆς γενετικῆς μηχανικῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀποτελεσματικὴ ἀντιμετώπιση τῶν πολλαπλῶν προβλημάτων (γενετικῶν, ψυχολογικῶν, κοινωνικῶν, ἠθικῶν, οἰκονομικῶν, νομικῶν κ.λπ.) ποὺ προκαλεῖ μιὰ ἀλόγιστη ἐφαρμογή, ἰδιαίτερα στὸν χῶρο τῆς παρεμβατικῆς γονιμοποίησης.

            58) ῾Η ᾿Εκκλησία δὲν φοβᾶται τὴν ἀλλαγὴ οὔτε ἀντιστέκεται στὸ καινούργιο καὶ τὴν ἀνακάλυψη, ἀλλὰ ἀρνεῖται μὲ κάθε τρόπο ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν τὴν ἀσέβεια ἐπὶ τῆς δημιουργίας καὶ τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ τὴν βεβήλωση τοῦ ἱεροῦ τῆς οἰκογένειας. ῾Η γονιμοποίηση ἀποτελεῖ τὸ ἱερὸ βῆμα τῆς ζωῆς, ἡ εἴσοδος στὸ ὁποῖο ἀπαιτεῖ σεβασμὸ καὶ φόβο Θεοῦ.

ια. Οἰκονομικὰ συμφέροντα, ψυχολογικὲς συνέπειες

            59) Οἱ νέες τεχνικὲς ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς συχνὰ νοθεύουν τὴν ἁγνὴ ἐπιθυμία τῶν γονέων νὰ ἀποκτήσουν τέκνα μὲ ἀνεξέλεγκτα οἰκονομικὰ συμφέροντα ἰατρῶν, κλινικῶν καὶ ἑταιρειῶν (π.χ. τὸ ὑψηλὸ κόστος τῶν γοναδοτροπινῶν7 ἐνδεχομένως νὰ ἀποτελεῖ ἕνα βασικὸ λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἀντὶ νὰ γίνεται συλλογὴ ὠαρίου κατὰ τὸν φυσικὸ κύκλο προτιμᾶται ἡ προκλητὴ ὠορρηξία μὲ τὴν χορήγηση ὁρμονῶν). Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, καλὸ θὰ ἦταν ἡ προσφυγὴ στὶς τεχνικὲς αὐτὲς νὰ μὴ γίνεται βεβιασμένα ἢ ὑπὸ τὴν ἐπήρεια ψυχολογικῶν πιέσεων προερχομένων ἀπὸ πρόσωπα ποὺ πιθανὸν νὰ ἔχουν ἀνάλογα συμφέροντα.

            60) ᾿Εκτὸς τούτου, ἡ μετάβαση ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς δωρεᾶς στὴν πρακτικὴ τῆς ἀγοραπωλησίας, ποὺ εἶναι πλέον τόσο εὔκολη καὶ οὐσιαστικὰ ἀνεξέλεγκτη, κυοφορεῖ τὸν κίνδυνο τοῦ ἐκφυλισμοῦ τῆς ἱερότητος τῆς ἀναπαραγωγῆς σὲ πράξη οἰκονομικῆς συναλλαγῆς καὶ τῆς ἀγάπης σὲ συμβόλαιο.

            61) Οἱ μέθοδοι ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς ἐφαρμόσθηκαν χωρὶς φυσικὰ νὰ μπορέσουμε ἐκ τῶν προτέρων νὰ γνωρίζουμε τὰ τυχὸν ψυχολογικὰ προβλήματα τῶν ἔτσι συλλαμβανομένων ἐμβρύων. ῎Ελαβαν ὑπ᾿ ὄψιν τὴν ψυχολογικὴ ἀπαίτηση καὶ ἀνάγκη τῶν γονέων καὶ ὄχι τὸν ἐνδεχομένως ἀρνητικὸ ἀπόηχο στὸν ψυχισμὸ τῶν τέκνων. Κάτι τέτοιο ἀποτελεῖ ὑποβιβασμὸ τῆς ἀξίας τῆς ζωῆς τοῦ ἐμβρύου. Τὰ ὀρφανά, τὰ παιδιὰ ποὺ υἱοθετοῦνται, τὰ τέκνα διαζευγμένων γονέων συνήθως ἐμφανίζουν προβλήματα προσαρμογῆς καὶ ψυχολογικῆς ἰσορροπίας καὶ ἁρμονίας. ῾Η πιθανότητα οἱ ποικίλες ἐφαρμογὲς τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποίησης, κυρίως ὅταν περιλαμβάνουν παραμέτρους ἑτερόλογης διαδικασίας ἢ δανεισμοῦ, νὰ δημιουρ­γοῦν ἀνθρώπους μὲ συγγενεῖς ἢ ἐγγενεῖς ψυχικὲς ἀστάθειες καὶ παθήσεις ἀποτελεῖ ἄλλον ἕνα δυσμενῆ παράγοντα στὴν ἀνεπιφύλακτη ἀποδοχὴ τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποίησης.

            62) ῾Ενα συναφὲς ἐρώτημα εἶναι τὸ τί ψυχολογικὴ ἐπίδραση μπορεῖ νὰ ἔχει τὸ γεγονὸς ὅτι, μὲ τὴν πρόοδο τῆς γενετικῆς τεχνολογίας,  τὰ παιδιὰ θὰ μποροῦν πλέον νὰ γνωρίζουν τὴν μέθοδο τῆς σύλληψής τους ἢ καὶ τὸ ἐὰν προέρχονται ἀπὸ δωρεὰ σπέρματος ἢ ὠαρίου. Τὸ ἐνδεχόμενο ἕνα τέτοιο παιδὶ νὰ ἀντιμετωπίσει σοβαρὴ κρίση ταυτοποίησης καὶ ἐν συνεχείᾳ κοινωνικοποίησης εἶναι ἰδιαίτερα σοβαρό, κυρίως στὶς περιπτώσεις ποὺ πληροφορεῖται ὅτι δὲν εἶναι φορέας τῶν γενετικῶν χαρακτηριστικῶν τῶν γονέων του καὶ ἀγνοεῖ τοὺς γενετικοὺς γονεῖς του ἢ ἀντιλαμβάνεται ὅτι ὁ βαθμὸς  συγγένειας μὲ τοὺς δύο γονεῖς του εἶναι διαφορετικός ἢ ὅτι ἔχει δύο ἢ καὶ τρεῖς ἐνδεχομένως μητέρες κ.ο.κ. Τὰ προβλήματα αὐτῆς τῆς μορφῆς ἀποκτοῦν ἰδιαίτερη ἔνταση στὴν περίπτωση ποὺ ἔχει ἐπέλθει ρήξη στὴν ἑνότητα τῆς οἰκογένειας καὶ ὑφίστανται νομικὲς ἐκκρεμότητες.

            63) ᾿Αντίστοιχα προβλήματα ψυχολογικοῦ χαρακτῆρος μποροῦν νὰ ἐμφανισθοῦν καὶ στοὺς γονεῖς, ἰδίως στὶς περιπτώσεις ἑτερόλογων γονιμοποιήσεων, ἀμφισβητούμενων συγγενικῶν δικαιωμάτων καὶ σχέσεων ἢ ἀποτυχίας τῶν μεθόδων τεχνητῆς ἀναπαραγωγῆς καὶ ἀπότομης ἀπόσβεσης τῶν κορυφουμένων ἐλπίδων καὶ προσδοκιῶν τους.

ιβ. Νομικὸ πλαίσιο

            64) Γενικά, ἡ σύγχρονη νομικὴ ἀντίληψη ἐπιδιώκει νὰ ἐναρμονίσει ἐξισορροπητικὰ τὶς κοινὲς παραδεδομένες ἀρχὲς σὲ μία χώρα μὲ τὰ ἀτομικὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα. Πρόσφατα ψηφίσθηκε στὴν πατρίδα μας ἕνας νόμος (Ν. 3089/2002) γιὰ τὴν «ἰατρικὴ ὑποβοήθηση στὴν ἀνθρώπινη ἀναπαραγωγή» καὶ δεύτερος, ὁ ὁποῖος ρυθμίζει πρακτικὲς λεπτομέρειες (λειτουργία Κέντρων ῾Υποβοηθούμενης ᾿Αναπαραγωγῆς, Τράπεζες γαμετῶν καὶ ἐμβρύων κ.λπ.). Τὸ πνεῦμα τοῦ πρώτου νόμου -ποὺ στὴν οὐσία δεσμεύει καὶ τὸν ἑπόμενο- ὁμολογεῖται ἀπὸ τοὺς ἐμπνευστές του ὡς τὸ πλέον «προοδευτικὸ» στὴν Εὐρώ­πη. ῾Ο νόμος ἀποφεύγει συστηματικὰ καὶ πείσμονα νὰ ὀνομάσει τὸ ἔμβρυο μὲ τὸ ὄνομά του (προτιμῶνται ὅροι ὅπως «γεννητικὸ ὑλικό» καὶ «γονιμοποιημένο ὠάριο» ποὺ προφανῶς εἶναι ἀσαφεῖς, ἀνα­κριβεῖς, ἀσεβεῖς καὶ ἐσφαλμένοι), δὲν κάνει ἀναφορὰ στὰ δικαιώματα καὶ τὸ συμφέρον τοῦ παιδιοῦ, δέχεται τὴν ἑτερόλογη γονιμοποίηση στὶς ποικίλες μορφές της, υἱοθετεῖ τὴν τεκνοποίηση ἀγάμων γυναικῶν καὶ μονίμων συντρόφων καὶ αὐτὴν μὲ σπέρμα ἀποθανόντος συζύγου, εἰσάγει τὴν πρακτικὴ τῆς παρένθετης μητρότητος, ἐπιτρέπει τὸν πειραματισμὸ ἐπὶ τῶν ἐμβρύων καί, παρὰ τὶς δημόσια ἐκπεφρασμένες ἐπιφυλάξεις καὶ ἀντιρρήσεις τῆς ᾿Εκκλησίας, στὴν οὐσία ὑποβαθμίζει τὸν θεσμὸ τοῦ γάμου, ἀποδυναμώνει τοὺς οἰκογενειακοὺς δεσμούς καὶ ἀλλοιώ­νει τὸν χαρακτήρα τῆς οἰκογενειακῆς ἠθικῆς.

            65) ᾿Επειδὴ στὴν ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγὴ ἡ κύρια πηγὴ συγκρούσεως συμφερόντων βρίσκεται μεταξὺ γονέων καὶ ἐμβρύων, τὰ δὲ ἔμβρυα ἀδυνατοῦν νὰ ὑποστηρίξουν τὰ δικαιώματά τους ἢ νὰ ἐκφράσουν τὴν βούλησή τους, ἡ πιθανότητα νομιμοποιήσεως ἀδικιῶν εἶναι τέτοια ὥστε ἐπιβάλλει στὴν ᾿Εκκλησία συγκράτηση καὶ ἐπιφυλακτικότητα.

            66) Παράλληλα, ἡ ἀδυναμία νὰ προβλεφθεῖ ἐπακριβῶς νομικὰ τὸ κληρονομικὸ status καὶ ἡ βιολογικὴ προοπτικὴ τῶν ἐμβρύων σὲ περίπτωση θανάτου τῶν γονέων πρὸ τῆς ἐμφυτεύσεως ἢ ἡ δυσκολία προσδιορισμοῦ ἁρμοδιότητος καὶ δικαιωμάτων ἐπὶ κατεψυγμένων ἐμβρύων σὲ περίπτωση διαζυγίου ἀποτελοῦν ἕναν δείκτη τῆς περιπλοκότητος καὶ τῆς δυσκολίας τῶν προκλητῶν προβλημάτων, τὰ ὁποῖα τελικὰ αἵρονται μόνον μὲ τὴν καταστροφὴ τῶν ἐμβρύων, πράγμα ποὺ φυσικὰ εἶναι ἀπαράδεκτο.

            67) Εἶναι ἀπολύτως ἀπαραίτητη ἡ θέσπιση ἑνὸς συγκεκριμένου νομοθετικοῦ πλαισίου ποὺ νὰ διευκολύνει καὶ προστατεύει τὴν ἐφαρμογὴ βασι­κῶν μορφῶν παρεμβατικῆς γονιμοποίησης μὲ βάση ὅμως τὶς ἀρχὲς τῆς βιοηθικῆς καὶ δεοντολογίας. Στὸ θέμα αὐτὸ ὁ λόγος τῆς ᾿Εκκλησίας εἶναι καίριος καὶ οὐσιαστικός. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πρέπει τὸ ἤδη ἐπεξεργασμένο κείμενο συγκεκριμένων νομοθετικῶν ρυθμίσεων καὶ προτάσεών της σὲ κάθε εὐκαιρία νὰ τὸ προβάλλει, δεδομένου μάλιστα ὅτι οἱ προτάσεις της δὲν ἀποτελοῦν θεωρητικὸ καὶ ἐξωπραγματικὸ λόγο, ἀλλὰ σχεδὸν ὅλες μερικῶς ἢ καὶ καθ᾿ ὁλοκληρίαν ἐφαρμόζονται στὶς περισσότερες χῶρες τῆς Εὐρώπης.

ιγ. Πνευματικὴ θεώρηση

            68) ῾Η ᾿Εκκλησία δέχεται καὶ τὸν πόνο καὶ τὴν ἀσθένεια καὶ τὴν ἀναπηρία, μέσα στὸ πλαίσιο τῆς πτώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ταυτόχρονα ὅμως σέβεται καὶ τὴν ἰατρική. ᾿Ενῶ ἐπευλογεῖ κάθε ἠθικῶς ἀποδεκτὴ ἰατρικὴ ἀνθρώπινη προσπάθεια γιὰ ἀποκατάστασή τους, τὴν τελικὴ ἔκβαση σὲ κάθε μία περίπτωση τὴν ἐμπιστεύεται στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ κάθε πρόσωπο ξεχωριστά. ῾Η ἐπιτομὴ τοῦ φρονήματός της ἐπὶ τοῦ θέματος βρίσκε­ται στὸ 38ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου Σοφία Σειράχ· «Τέκνον ἐν ἀρρωστήματί σου μὴ παράβλεπε (τοὺς ἰατροὺς καὶ τὰ φάρμακα), ἀλλ᾿ εὖξαι Κυρίῳ καὶ αὐτὸς ἰάσεταί σε» (στ. 9). ῞Ολα τὰ ἀντιμετωπίζει μὲ ὑπομονή, ταπείνωση καὶ πίστη. Τὶς δοκιμασίες δὲν τὶς ἀποσυνδέει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὶς βλέπει ὡς ἀφορμὲς σωτηρίας, ὡς εὐκαιρίες ἐξαγιασμοῦ.

            69) ῾Η ᾿Εκκλησία τὰ θέματα τῆς Βιοηθικῆς, καὶ συνεπῶς καὶ τῆς ὑποβοηθούμενης ἀναπαραγωγῆς, δὲν τὰ κλείνει μὲ συγκεκριμένους ἀφορισμούς, ἀλλὰ στὴν οὐσία τὰ ἀφήνει ἀνοιχτά, δίνοντας ὅμως παράλληλα τὴν κατεύθυνση καὶ περιγράφοντας τὸ ἦθος προσέγγισής τους. Αὐτὸ ποὺ προσφέρει δὲν εἶναι ὁ γενικευμένος προσδιορισμὸς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ δυνατότητα ὁ καθένας μας νὰ τὸ ἀναγνωρίσει ὁ ἴδιος στὴ ζωή του.

            70) ᾿Επίσης, τὴν γέννηση τοῦ κάθε ἀνθρώπου τὴν βλέπει ἐντεταγμένη μέσα στὸ πλαίσιο τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου. Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ μυστήριο τῆς ἀνθρώπινης ἀρχῆς τὸ ἀντιλαμβάνεται νὰ ἐπιτελεῖται μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα μιᾶς μονογαμικῆς, ἑτεροφυλικῆς, εὐλογημένης ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ γάμου συνεύρεσης, μιᾶς ἕνωσης «εἰς σάρκα μίαν» (᾿Εφεσ. ε´ 31). Σύλληψη ποὺ ἐπιτελεῖται σὲ ἐργαστήριο ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ τοῦ μητρικοῦ σώματος καὶ μὲ διεργασία διαφορετικὴ ἀπὸ τὴν συζυγικὴ συνουσία ὁπωσδήποτε χάνει ἀπὸ τὸ μυστηριακό της ἔνδυμα.

ιδ. ῾Η ἀντιπρόταση τῆς ᾿Εκκλησίας

            71) ῾Η καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου δὲν πραγματοποιεῖται μόνον μὲ τὴν τεκνογονία ἀλλὰ καὶ χωρὶς αὐτήν. ῾Η ᾿Εκκλησία εὐλογεῖ τὴν τεκνοποίηση, ταυτόχρονα ὅμως βλέπει καὶ τὸν γάμο δίχως παιδιὰ ὡς πλήρη. ῾Η βιολογικὴ στειρότητα μπορεῖ νὰ καταστεῖ ἀφορμὴ πλούσιας πνευματικῆς γονιμότητος γιὰ τοὺς συζύγους, ἂν μὲ ταπείνωση δεχθοῦν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή τους. ᾿Αντίθετα, ὅταν ἡ ἐπιθυμία ἀπόκτησης παιδιῶν γίνεται ἀνυποχώρητο θέλημα, φανερώνει πνευματικὴ ἀνωριμότητα.

            72) ᾿Επὶ πλέον, ἡ ᾿Εκκλησία θὰ ἔπρεπε νὰ ἀσκήσει τὴν ἐπιρροή της ὥστε καὶ οἱ ἐσφαλμένες κοινωνικὲς ἀντιλήψεις περὶ τὶς στειρότητος νὰ ἐξαλειφθοῦν καὶ οἱ ἀδιάκριτες πιέσεις τοῦ περιβάλλοντος πρὸς τὰ ὑπογόνιμα ζευγάρια κατὰ τὸ δυνατὸν νὰ περιορισθοῦν, κυρίως ὅμως οἱ ἴδιοι οἱ σύζυγοι ποὺ ἀντιμετωπίζουν τὸ πρόβλημα νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι μία ἀνεπάρκεια σὲ ἕναν τομέα τῆς ζωῆς -ὅσο ζωτικὸς κι ἂν εἶναι αὐτός-, συνήθως συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα πλῆθος δυνατοτήτων σὲ ἄλλους ποὺ περιμένουν τὴν ἐκπλήρωσή τους. ῾Η εὐτυχία καὶ ὁ προορισμός μας δὲν ἐκπληρώνονται μὲ τὸν βιασμὸ τῆς φύσης ἢ τὴν ἐμμονὴ στὰ θελήματά μας ἀλλὰ μὲ τὴν ἀξιοποίηση τῶν δυνατοτήτων μας.

            73) Τὸ πρόβλημα τῆς ὑπογονιμότητος κάποιων συζύγων θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ ἀντιμετωπισθεῖ μὲ τὴν λύση τῆς υἱοθεσίας. ῾Η ᾿Εκκλησία θὰ ἔπρεπε μὲ κάθε τρόπο νὰ ἀντιπροτείνει τὴν ἐξυγίανση, προώθηση καὶ διευκόλυνση τοῦ θεσμοῦ τῆς υἱοθεσίας. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, καὶ τὰ ὑπάρχοντα δράματα κάπως ἐπουλώνονται καὶ ὁ κίνδυνος μιᾶς ἀνεπιτυχοῦς κυοφορίας περιορίζεται καὶ τὸ ἀνθρώπινο θέλημα στὴν λογικὴ τῆς ἀγάπης ὑποτάσσεται.

            74) Μία ἰδέα ποὺ χρήζει περαιτέρω ἐπεξεργασίας, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι, σὲ περιπτώσεις γενετικὰ ἀνίκανων συζύγων, ἀντὶ τῆς υἱοθεσίας, νὰ προτείνεται ἡ υἱοθεσία καὶ κυοφορία «πλεοναζόντων ἐμβρύων», ἀγνώστου στοὺς γονεῖς προελεύσεως. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, καὶ κάποια ἔμβρυα περισώζονται καὶ ἡ μητέρα ζεῖ τὸν σύνδεσμο τῆς ἐγκυμοσύνης μὲ τὸ παιδὶ καὶ τὸ παιδὶ ποὺ θὰ προκύψει θὰ ἔχει τὸ αἴσθημα ὅτι εἶναι περισσότερο συγγενὲς πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ λιγότερο καρπὸς υἱοθεσίας. Τὸ ἐνδεχόμενο ἑνὸς προβλήματος προκύπτει ἀπὸ τὴν συγκεχυμένη βιολογικὴ ταυτότητα τοῦ παιδιοῦ, πράγμα ποὺ δὲν ἰσχύει στὶς περιπτώσεις τῆς κλασικῆς υἱοθεσίας.

ιε. Ποιμαντικὲς κατευθύνσεις

            75) ᾿Επειδὴ στὰ θέματα τῶν σύγχρονων ἀναπαραγωγικῶν τεχνολογιῶν οἱ περισσότεροι πιστοὶ ἀλλὰ καὶ ἐξομολόγοι ἀγνοοῦν τὶς πολὺ σημαντικὲς λεπτομέρειες, εἶναι ἀναγκαία μιὰ ἐνημέρωση σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα. ῾Η γνώση τῶν τρόπων μὲ τοὺς ὁποίους διενεργεῖται ἡ ὑποβοηθούμενη τεκνοποιία, ὅπως καὶ οἱ βασικὲς θέσεις τῆς ᾿Εκκλησίας ἀπέναντί της, διευκολύνουν σημαντικὰ τὴν ὑπεύθυνη τοποθέτηση τῶν ἐνδιαφερομένων στὰ θέμα­τα αὐτά.

            76) ῾Η ᾿Εκκλησία δὲν μπορεῖ κατ᾿ ἀρχὴν νὰ συστήσει τὴν προσφυγὴ στὴν ὑποβοηθούμενη ἀναπαραγωγὴ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος τῆς ἀτεκνίας. Οὔτε πάλι ρόλος της εἶναι νὰ ἐγκρίνει ἀποφάσεις. Μπορεῖ ὅμως καὶ ὀφείλει νὰ ἀντιμετωπίσει τὸ θέμα, ἐφόσον ἀποτελεῖ πλέον μιὰ πραγματικότητα ποὺ δημιουργήθηκε ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν θέληση ἢ τὴν ἐπιθυμία της, ἐπὶ τῇ βάσει ὄχι ἀσφαλῶς τῆς θεολογικῆς ἀκριβείας ἀλλὰ τῆς πνευματικῆς οἰκονομίας. Σύμφωνα μὲ τὰ παραπάνω, ὅταν τῆς ζητηθεῖ, πρέπει νὰ δώσει τὴν κατεύθυνση τοῦ φρονήματός της μὲ σαφήνεια καὶ ἐλευθερία.

            77) Μὲ δεδομένα ὅλα αὐτὰ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ σημερινοὶ γονεῖς βρίσκονται κάτω ἀπὸ ἔντονη πίεση, ἐνώπιον μεγάλης πρόκλησης καὶ μὲ περιορισμένες ἀντοχὲς καὶ ἀποθέματα πίστεως καὶ ἐσωτερικῆς δυνάμεως, ἡ ᾿Εκκλησία θὰ μποροῦσε νὰ ἀκολουθεῖ τὰ ἑξῆς βήματα στὴν διαποίμανση τῶν πιστῶν·

            α) Νὰ καταστήσει ἐμφανῆ καὶ ἔμπρακτη τὴν κατανόηση καὶ ἀγάπη της. ῾Ο λόγος της νὰ εἶναι μεστὸς πνεύματος καὶ ἀληθείας ἀλλὰ καὶ συμπαθὴς καὶ φιλάνθρωπος.

            β) Νὰ ἐκφράσει τὴν τεράστια σημασία ποὺ σὲ ὅλα αὐτὰ ἔχει ἡ ἀνάγκη νὰ διατηρηθεῖ ἡ ἱερότητα τοῦ γάμου, νὰ ὑπάρχει δηλαδὴ χῶρος γιὰ τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Συνήθως οἱ δοκιμασίες καὶ οἱ στερήσεις ἀποτελοῦν μοναδικὲς εὐκαιρίες ἐπιβεβαιώσεως τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας.

            γ) Νὰ γίνεται ἐνημέρωση τοῦ τί ἀκριβῶς περιλαμβάνουν οἱ ἐν λόγῳ μέθοδοι καὶ νὰ ἐντοπίζονται τὰ σημεῖα ποὺ καταδεικνύουν τὰ ἠθικὰ καὶ πνευματικὰ προβλήματα ποὺ συνήθως δημιουργοῦν.

            δ) Νὰ καθίσταται σαφὲς ὅτι κατόπιν ὅλων αὐτῶν (μὴ φυσιολογική, ἀσεξουαλικὴ σύλληψη, πλεονάζοντα ἔμβρυα, δυνατότητες παρεκτροπῶν, δυνατότητες προεμφυτευτικῆς γενετικῆς παρέμβασης καὶ τροποποίησης κ.λπ.), ἡ ᾿Εκκλησία δυσκολεύεται νὰ ἐπευλογήσει αὐτὴν τὴν πρακτικὴ καὶ νὰ υἱοθετήσει ὁδοὺς ξένες πρὸς τὸ πνεῦμά της.

            ε) Γιὰ περιπτώσεις ποὺ ἡ τεκνοποίηση διασαλεύει τὴν φυσιολογικὴ οἰκογενειακὴ τάξη (ἄγαμες μητέρες, γονιμοποίηση μὲ σπέρμα ἀποθανόντος συζύγου, τεκνοποίηση ὑπερηλίκων μητέρων, ἑτερόλογη γονιμοποίηση, δανεισμὸς μήτρας κ.λπ.) νὰ γίνει πλέον σαφὲς ὅτι κάτι τέτοιο δὲν βρίσκει σύμφωνη τὴν ᾿Εκκλησία.

            στ) ᾿Εὰν πρόκειται γιὰ γονεῖς ποὺ γιὰ ποικίλους καὶ εἰδικοὺς λόγους ἀδυνατοῦν νὰ συμμορφωθοῦν, ἂς προτείνεται ἐνθέρμως ἡ ἰδέα τῆς υἱοθεσίας ἤ, ἂν καὶ αὐτὸ δὲν εἶναι ἐφικτό, ἂς γίνεται δεκτὸ κατ᾿ οἰκονομίαν ἡ γονιμοποίηση νὰ ἐπιτυγχάνεται μὲ τεχνικές, οἱ ὁποῖες ὅμως δὲν δημιουργοῦν πλεονάζοντα ἔμβρυα, οὔτε περιλαμβάνουν οἱασδήποτε μορφῆς δανεισμοὺς ἢ ἀφήνουν περιθώρια γιὰ καταστροφὴ ἐμβρύων. ῎Ετσι ἐπὶ παραδείγματι ἡ ᾿Εκκλησία θὰ μποροῦσε νὰ δεχθεῖ κατ᾿ οἰκονομίαν τὴν ὁμόλογη σπερματέγχυση, τοῦ ζευγαριοῦ θεωρουμένου ὡς ἑνιαίας μονάδος ποὺ νοσεῖ καὶ μὲ τὸ δεδομένο ὅτι ἀμφότεροι οἱ σύζυγοι συμφωνοῦν, ἡ ὅλη δὲ διαδικασία εἶναι ἐντεταγμένη στὸ πνεῦμα τῶν ὅσων προαναφέρθηκαν. Θὰ μποροῦσε ἐπίσης νὰ δεχθεῖ τὴν ὑποβοήθηση στὴν ἀναπαραγωγὴ μὲ γαμέτες μόνον τῶν γονέων, ἐμφύτευση στὴν μήτρα τῆς μητέρας καὶ γονιμοποίηση τόσων ἐμβρύων ὅσα καὶ θὰ ἐμφυτευθοῦν.

            78) Οἱ πνευματικοὶ θὰ πρέπει νὰ διαδώσουν μὲ ταπείνωση καὶ πίστη τὴν ἀνάγκη οἱ πιστοὶ νὰ ἐπιστρέψουν πρὸς περισσότερο φυσικοὺς καὶ πνευματικοὺς τρόπους ζωῆς. Εἶναι πλέον δεδομένο ὅτι ὁ τρόπος ζωῆς, ἡ ἔνταση καὶ τὸ ἄγχος, ὁ κλονισμὸς τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν ἀνθρώπων καὶ συναφεῖς παράγοντες θεωροῦνται ὑπεύθυνοι γιὰ τὸ ὅτι ἡ ὑπογονιμότητα ἔχει ἀνέλθει σὲ ἐπικίνδυνα ὑψηλὰ ἐπίπεδα.

            ῾Η ᾿Εκκλησία προτείνει μία μὴ ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψη ζωῆς, τέτοια ποὺ ἐγγυᾶται τὴν ἁπλότητα, τὴν εἰρήνη, τὴν ὀλιγάρκεια, τὴν ἀμοιβαία ἐμπιστοσύνη τῶν συζύγων, τὴν προσφυγὴ στὴν ἰατρικὴ βοήθεια ἀλλὰ καὶ τὴν ταυτόχρονη παράδοση τῆς ζωῆς μας στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

            79) ῾Η λειτουργικὴ καὶ προσωπικὴ προσευχή, ἡ ἐνεργὸς καὶ ὑγιὴς συμμετοχὴ στὰ μυστήρια τῆς ᾿Εκκλησίας, ἡ καλλιέργεια τῆς ἀγάπης, ἡ προσφυγὴ στὴ μεσιτεία τῶν ἁγίων, τὰ ὑγιῆ τάματα, τὰ ταπεινὰ προσκυνήματα κ.λπ., ἀποτελοῦν τὰ ἐπιβεβαιωμένα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μέσα τῆς ᾿Εκκλησίας, τὰ ὁποῖα χρειάζεται νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ζωὴ τῶν πιστῶν.

            80) ῞Οταν ἡ ᾿Εκκλησία ζητεῖ ἀπὸ τὰ ζευγάρια νὰ ἀποφεύγουν κάποιες τεχνικὲς ποὺ αὐξάνουν τὶς ἐλπίδες γιὰ παιδοποιΐα θὰ πρέπει ταυτόχρονα νὰ ἐμπνέει καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ εἰσάγει τοὺς πιστοὺς στὴν λογικὴ καὶ τὴν ἐμπειρία τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ «σημείου».

            81) Ἡ Ἐκκλησία ὑποδεικνύει μὲν τὴν ὁδὸ τῆς ἀκριβείας, ἀλλὰ θεραπεύει ποιμαντικὰ καὶ τὶς πτώσεις τῶν τέκνων της, ὅταν γιὰ διαφόρους λόγους, ἀφ'  ἑνὸς μὲν ἀδυνατοῦν νὰ ἐφαρμόσουν τὴν διδασκαλία της, ἀφ' ἑτέρου δὲ μετανοοῦν εἰλικρινά.

            82) Ἐπὶ πλέον, ἡ Ἐκκλησία ἀντικρύζει τὸ ὅλο θέμα τῆς ἀνθρώπινης ἀναπαραγωγῆς μέσα ἀπὸ μία πιὸ εὐρεῖα ὀπτική. Ἔτσι, ἂν καὶ ἡ ἀπόκτηση τέκνων ἀπὸ μόνη της ἀποτελεῖ δῶρο Θεοῦ καὶ εὐλογία, ἐν τούτοις τὸ ἐνδιαφέρον τῶν γονέων πρέπει νὰ ἑστιασθεῖ σὲ ἕνα σημαντικότερο γεγονός· παράλληλα μὲ τὴν δική τους κατὰ Χριστὸν τελείωση, στὴν καλὴ ἀνατροφὴ καὶ τὴν κατὰ Χριστὸν προκοπὴ καὶ ἀνάπτυξη τῶν παιδιῶν τους, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ ποῦν κάποια μέρα «ἰδοὺ ἐγὼ καὶ τὰ παιδία ἃ μοι ἔδωκεν ὁ Θεός».


 

1 ζυγώτης ἢ ζυγωτό· Τὸ πρῶτο κύτταρο ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν γονιμοποίηση ὠαρίου μὲ σπερματοζωάριο
 

2 «῾Ως δ᾿ ἐνὶ τυτθοῖς

πνεῦμα μέγα στεινόν τε καὶ ἔκτροπον ἴαχεν αὐλοῖς,

καὶ μάλα ἴδριος ἀνδρός, ἐπὴν δ᾿ εἰς χεῖρας ἵκωνται

εὐρύποροι, τημόσδε τελειοτέρην χέον ἠχήν,

ὣς ἥγ᾿ ἀδρανέεσιν ἐν ἅψεσιν ἀδρανέουσα,

πηγνυμένοις συνέλαμψε, νόον δέ τε πάντ᾿ ἀνέφηνεν».

3 φέρουσα μητέρα· ῾Η γυναῖκα ἡ ὁποία κυοφορεῖ τὸ ἔμβρυο ὅταν ἡ γενετικὴ μητέρα ἔχει πρόβλημα κυοφορίας.
 

4 ἑτερόλογη γονιμοποίηση· ῾Η γονιμοποίηση ἡ ὁποία ἐπιτελεῖται μὲ δανεισμὸ σπέρματος, ὠαρίου ἢ καὶ ἐμβρύου.
 

5 ὑποκατάστατη ἢ φέρουσα μητέρα· ῾Η γυναῖκα ἡ ὁποία κυοφορεῖ τὸ ἔμβρυο ὅταν ἡ μητέρα ἔχει πρόβλημα κυοφορίας. Στὴν περίπτωση ποὺ τὸ ὠάριο προέρχεται ἀπὸ τὴν μητέρα ἀναφερόμαστε σὲ «φέρουσα μητέρα». ῍Αν μαζὶ μὲ τὴν μήτρα της δανείζει καὶ τὸ ὠάριο ὁμιλοῦμε γιὰ «ὑποκατάστατη μητέρα».
 

6 γαμέτες· Τὰ γενετικὰ κύτταρα, τὸ σπερματοζωάριο γιὰ τὸν ἄνδρα καὶ τὸ ὠάριο γιὰ τὴν γυναίκα.

 7 γοναδοτροπίνες· Οἱ ὁρμόνες ποὺ χορηγοῦνται γιὰ τὴν πρόκληση τῆς ὠοθυλακιορρηξίας.